Χαρά Κεφαλίδου: “Αχρείαστος θόρυβος και σκόνη χωρίς ουσία, το νομοσχέδιο καρικατούρα μεταρρύθμισης που συντηρεί τα βαρίδια που κρατάνε το ελληνικό πανεπιστήμιο κολλημένο στον περασμένο αιώνα”
Ομιλία στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της ΒτΕ για τη συζήτηση του σ/ν Υπ. Παιδείας: "Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα" 1η συνεδρίαση (βίντεο)

Στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στην πρώτη συνεδρίαση επί της αρχής, μίλησε ως ειδική αγορήτρια, η Χαρά Κεφαλίδου βουλευτής Δράμας και τομεάρχης Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής στο πλαίσιο της επεξεργασίας και συζήτησης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις».

Η Χαρά Κεφαλίδου, βουλευτής Δράμας και Τομεάρχης Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, κατά την εισαγωγική τοποθέτησή της στην αρμόδια Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων στη συζήτηση επί της Αρχής του σ/ν για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αναφέρθηκε στην πάγια τακτική της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, που με τη νέα νομοθετική της πρωτοβουλία για την Γ’ βάθμια εκπαίδευση και τη διοίκηση των πανεπιστημίων, κλείνει τον κύκλο κυβερνητικής θητείας της όπως ακριβώς άρχισε: Προκαλώντας αχρείαστο θόρυβο και σκόνη χωρίς καμιά ουσία, φέρνοντας μια καρικατούρα μεταρρύθμισης που συντηρεί όλα τα βαρίδια που κρατάνε το ελληνικό πανεπιστήμιο κολλημένο στον περασμένο αιώνα.

Η αρμόδια Τομεάρχης Παιδείας Χαρά Κεφαλίδου επεσήμανε στην υπουργό ότι παρά τα όσα διαφημίζονται, στα τρία χρόνια διακυβέρνησής της, η ΝΔ δεν κατάφερε να χαράξει μια εθνική πολιτική στην Γ΄ βάθμια Εκπαίδευση.

Αναφερόμενη στον νόμο 4009/2011, νομοθέτημα που το ΠΑΣΟΚ έφερε και έγινε το σύμβολο συναίνεσης και σημείο αναφοράς για μεταρρύθμιση στο χώρο των ΑΕΙ μέχρι σήμερα, τόνισε ότι με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ αυτός αποδομήθηκε την επομένη της ψήφισής του και ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε την ταφόπλακα τόσο στο νόμο όσο και στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού πανεπιστημίου.

Σε μια σύντομη αναδρομή στα νομοθετικά πεπραγμένα της κυβέρνησης, η Χαρά Κεφαλίδου αναφέρθηκε και στον νόμο για την πανεπιστημιακή Αστυνομία που χαρακτήρισε ως “νόμο μια τρύπα στο νερό” στηλιτεύοντας την έλλειψη ασφάλειας στα πανεπιστήμια μέχρι και σήμερα.

Στα τρία χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, συνέχισε η εισηγήτρια, η υπουργός κα Κεραμέως δεν έχει απαντήσει στο πρωταρχικό ερώτημα, πόσα Πανεπιστήμια και σε πόσους υποψήφιους εισακτέους μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτικές σπουδές η χώρα μας ούτε τι θέλει να θεραπεύσει το σχέδιο νόμου που συζητείται σήμερα.

Η Χαρά Κεφαλίδου στην τοποθέτηση της τόνισε πως αυτό που χρειάζεται σήμερα το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι λιγότερο κράτος και ανάκτηση της εμπιστοσύνης, που γίνεται μόνο με την εξασφάλιση διαφάνειας, θεσμικών μηχανισμών αυτόματου ελέγχου και λογοδοσίας, που το σ/ν δεν εξασφαλίζει.

Αντίθετα, παρουσιάζεται από το υπουργείο ένα σχέδιο νόμου που αυτοακυρώνεται, συντηρώντας και επιτείνοντας τις στρεβλώσεις με εξουσίες που παρέχει και που καθιστούν τον πρύτανη απόλυτο μονάρχη, ανεύθυνο για τις πράξεις και τις παραλήψεις του, χωρίς θεσμικά αντίβαρα, και χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας.

Το μοντέλο διοίκησης, που φέρνει το σ/ν αντί για τα αυξημένα φίλτρα συλλογικότητας, λογοδοσίας, διαφάνειας και εξωστρέφειας, φέρνει ένα κακέκτυπο Συμβούλιο Διοίκησης, υποτίθεται για την εποπτεία, τη στρατηγική χάραξη των Ιδρυμάτων, στην πραγματικότητα εξαρτημένο από έναν παντοδύναμο πρύτανη, ο οποίος είναι ελέγχων και ελεγχόμενος ταυτόχρονα. Ένα νομοθέτημα που χρησιμοποιεί λέξεις-μεταρρυθμιστικά σύμβολα μόνο προς εξυπηρέτηση των μικροεξουσιών και μικροφέουδων, που έχουν καθηλώσει το ελληνικό πανεπιστήμιο, ντύνοντάς το με δανεικό μανδύα και το βλέμμα στραμμένο στις προσεχείς εκλογές για να χρησιμοποιηθεί ως επίτευγμα επιτυχίας.

Κλείνοντας την τοποθέτησή της η βουλευτής και Τομεάρχης Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Χαρά Κεφαλίδου, αναφέρθηκε στην πραγματική ανάγκη του σύγχρονου πανεπιστημίου για ένα νέο ξεκίνημα με αλλαγή της φιλοσοφίας του και ένα λιτό «πλαίσιο», που να αφορά κυρίως τον τρόπο διοίκησης και εποπτείας, το λειτουργικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, την οικονομική διαχείριση. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα αποφασίζουν τα ίδια τα ΑΕΙ με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους και τα ακαδημαϊκά όργανά τους, χαράζοντας την φυσιογνωμία που θέλουν να έχουν. Η κυβέρνηση καταφεύγοντας σε τεχνάσματα υπερρύθμισης, υπονομεύει το μέλλον του δημόσιου πανεπιστημίου που υποτίθεται θέλει να δώσει προοπτική.

Τέλος κάλεσε την Υπουργό Παιδείας έστω και την τελευταία στιγμή, να αλλάξει τη γκρίζα εικόνα που αφήνει το σχέδιο νόμου, εισηγούμενη ένα έντιμο μοντέλο διοίκησης του ελληνικού πανεπιστημίου.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία: 

«Καλημέρα σε όλους,

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρία Υπουργέ, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Στα 464 έφτασε τελικά ο αριθμός των άρθρων, σε ένα νομοσχέδιο 1.366 σελίδων. Έχει και ένα θριαμβευτικό τίτλο: Νέοι ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία. Είχαμε μια ελπίδα ότι, μετά από αυτά που ακούστηκαν στη διαβούλευση, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα μείωνε τον όγκο αυτής της υπερνομοθέτησης. Πάει κι αυτή.

Η κυρία Κεραμέως, όταν ανέβηκε στο βήμα, αναρωτήθηκε για τη χαμηλή συμμετοχή. Είπε 3 βδομάδες και έχουμε μόνο 1.600 μηνύματα για το νομοσχέδιο. Αυτό έχει δύο αναγνώσεις: Η μία, που κάνει η κυρία Υπουργός, θέλοντας να πει ότι είναι ένα άριστο νομοθέτημα και η άλλη, που κάνουμε όλοι εμείς, λέγοντας ότι τελικά έχει κουραστεί τόσο πολύ από την έλλειψη διαλόγου, από την προσπάθεια που κάνει να φανεί ότι ό,τι λέει ο πολίτης φιλτράρονται από το Υπουργείο και έχει νόημα, δεν είναι μάταιη αυτή η παρέμβασή του και έτσι, προφανώς, η συμμετοχή είναι εξαιρετικά χαμηλή, διότι έχει αντιληφθεί ο καθένας το μάταιο της παρέμβασής του.

Τελικά, ούτε αυτή τη φορά, δεν ξεφύγατε από τη φυσική ροπή στο συγκεντρωτισμό και τον υπερέλεγχο, δια της μεθόδου της υπερνομοθέτησης, ακόμη και αν πρόκειται για τα αυτοδιοικούμενα, κατά συνταγματική επιταγή, ΑΕΙ.

Στο σχέδιο που φέρατε, κυρία Υπουργέ, υπάρχει ένα ολόκληρο Κεφάλαιο που ασχολείται με θέματα που αφορούν στην Εκκλησία. Διευκρινίζει το εκκλησιαστικό καθεστώς της Ιεράς Μητροπόλεως Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου και ασχολείται και με άλλα νομικά θέματα μισθοδοσίας των κληρικών.

Εγώ θέλω λίγο να θυμίσω, στην αίθουσα, κάνοντας μια μικρή παρένθεση, ότι, στις 6 Νοεμβρίου του 2018, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε μία συμφωνία με την Εκκλησία, σε ότι αφορά στους κληρικούς και τον τρόπο, με τον οποίον θα μισθοδοτούνται, μέσα από ένα ειδικό Ταμείο της Εκκλησίας. Τα χρήματα θα τα έδινε το κράτος, αλλά όλη η διαχείριση θα γινόταν μέσα από τις Μητροπόλεις.

Ο κ. Τσίπρας συνέχισε λέγοντας ότι οι 10.000 θέσεις παπάδων που θα απολυθούν, θα αντικατασταθούν από 10.000 υπαλλήλους. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ότι ο απλός παπάς θα γύριζε στην εποχή πριν από το 1945, όταν μισθός και εργασιακά δικαιώματα δεν είχαν την εγγύηση του Κράτους. Όλα αυτά έγιναν για να μπορέσει ο κύριος Τσίπρας να βάλει στο άρθρο 3 του Συντάγματος, που τότε ήμασταν στη φάση της αναθεώρησης, μια φράση περί θρησκευτικής ουδετερότητας. Η Νέα Δημοκρατία εκείνη την περίοδο εξέφρασε την ικανοποίησή της για το θέμα. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, ανέδειξε τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της συμφωνίας για τον απλό παππά και τον υπερασπίστηκε. Μάλιστα, τότε ήταν η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά και αποδείχτηκε πόσο δίκιο είχαμε, όταν με όπλο την αναντιστοιχία μισθοδοτούμενων ιερέων και οργανικών θέσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να εκβιάσει και να υποτάξει την Εκκλησία. Θεωρώ ότι χωρίς αυτήν την άμεση αντίδρασή μας το 2018, δεν θα είχαμε φτάσει σήμερα σε αυτή τη ρύθμιση.

Η Κυβέρνηση, τρία χρόνια μετά, έχει αντιληφθεί το λάθος της και φέρνει μια αυτονόητη ρύθμιση εντελώς προεκλογικού χαρακτήρα, όπου ο απλός παπάς, είτε της πόλης, είτε του χωριού, δεν είναι όμηρος κανενός. Χαιρόμαστε που, επιτέλους, κατάλαβε το λάθος της, είναι στη σωστή κατεύθυνση, όμως και πάλι δεν είναι ολοκληρωμένη. Φαίνεται ότι είναι προεκλογική και προδίδει και τα όρια της δήθεν μεταρρύθμισης, διότι ο έγγαμος κληρικός δεν προστατεύεται, είτε σε θέματα συνταξιοδότησης, είτε σε θέματα εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

Το κείμενο, λοιπόν, που κατατέθηκε προβλέπει σειρά τροποποιήσεων σε σχέση με το αρχικό που δόθηκε στη διαβούλευση, χωρίς, όμως, να τολμά να αγγίξει το καίριο θέμα που έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις πανταχόθεν, όχι για την τόλμη του, όχι γιατί ταράζει τα στάσιμα νερά της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό θα ήταν, πραγματικά, μια παρηγοριά, μια νίκη, ενδεχομένως και μια μεγάλη νίκη. Έχουμε αντιδράσεις από κοινωνικούς φορείς, από πανεπιστήμια, από την ακαδημαϊκή κοινότητα, από πολιτικά κόμματα, από τον επιστημονικό κόσμο, ακόμη και από αυτούς που είναι αφοσιωμένοι στην επιστήμη και έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους στο σχεδιασμό ενός σύγχρονου πανεπιστημίου, ενός πανεπιστημίου που πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, να είναι συνδεδεμένο με την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα και τελικά να είναι πυλώνας ανάπτυξης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Ακόμη, λοιπόν, και αυτοί είναι «στα κάγκελα» με αυτό που φέρατε για μεγαλοπρεπές φινάλε, λίγο πριν από τη λήξη αυτής της Συνόδου της Βουλής και ίσως και της κυβερνητικής σας θητείας. Κλείνετε τον κύκλο σας, κυρία Υπουργέ, όπως αρχίσατε, προκαλώντας αχρείαστο «θόρυβο» και «σκόνη» χωρίς καμία ουσία. Ήταν Αύγουστος του 2019 και το κάνατε με το νομοθέτημα γνωστό και ως νόμος – μια τρύπα στο νερό – για την δήθεν κατάργηση του ασύλου της ανομίας στα πανεπιστήμια. Το κάνετε και τώρα, φέρνοντας μια «καρικατούρα» μεταρρύθμισης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνοδευόμενη με «λάβαρα» δήθεν εκσυγχρονισμού, συντηρώντας όλα τα «βαρίδια» που κρατάνε το ελληνικό πανεπιστήμιο κολλημένο στον περασμένο αιώνα.

Είναι κρίμα και πιο πολύ κρίμα είναι γιατί υπάρχουν θετικές διατάξεις που περιλαμβάνονται και περίμεναν στην ουρά δέκα χρόνια τώρα να γίνουν η καθημερινή πρακτική στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αλλά κρίμα και για την προσπάθεια που η ίδια εσείς είχατε κάνει ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, να γλιτώσει η χώρα από την «προκρούστεια» νοοτροπία της ισοπέδωσης, που προσπαθούσε η τότε Κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. να επιβάλει στο σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο όνομα μιας χονδροειδούς ιδεοληψίας εξισωτισμού, που αντιμάχεται την αριστεία ως αρρώστια. Γενικά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει πάμπολλες θεσμικές παρεμβάσεις για μεταρρύθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων και έχουμε καταλήξει κάθε κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της να κάνει μία τουλάχιστον.

Αυτό ξέρετε υποδηλώνει τρία πράγματα, πρώτον, ότι το πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων είναι και υπαρκτό, είναι και αναγνωρισμένο, δεύτερον, ότι δεν έχουμε καταφέρει, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, να το λύσουμε και, τρίτον, ότι, πέρα από όσα υποστηρίζει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, δεν έχουμε καταφέρει να χαράξουμε μια εθνική στρατηγική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ακόμη και όταν το 2011 με το νόμο 4009 γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου, αλλά εγώ οφείλω να το θυμίσω γι’ αυτούς που θέλουν να το ξεχνούν ότι ήταν νόμος ΠΑΣΟΚ, ήταν νόμος που τον φέραμε με τόλμη, με αγώνες, με δουλειά δύο χρόνων πίσω. Όλο αυτό το διάστημα, υπήρχε διαβούλευση και διάλογος συνέχεια του διαλόγου της αείμνηστης Γιαννάκου. Ακόμη και τότε, αν και σε επίπεδο νομοθέτησης ήταν και παραμένει ο νόμος αναφοράς 11 χρόνια μετά, σύμβολο συναίνεσης που αγκαλιάστηκε όσο λίγοι, και αυτός ακόμα, άρχισε να αποδομείται από την επομένη της ψήφισής του και για να τα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, από εσάς και το κόμμα σας πρώτο-πρώτο και μετά ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει την ταφόπλακα και στο νόμο και στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού πανεπιστημίου, πριν καν προλάβει να κριθεί ο 4009 στην εφαρμογή του.

Ερχόμενοι στο σήμερα, η κυβέρνηση ανταποκρινόμενη στις δικές της προεκλογικές δεσμεύσεις-το τονίζει πάντα η κυρία Υπουργός-όφειλε να ξεκινήσει με την απόφαση για την εθνική στρατηγική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να ανοίξει το δημόσιο διάλογο. Φτάνοντας τρία χρόνια μετά τη διακυβέρνηση σας, με σωρεία αποσπασματικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχετε απαντήσει ουσιαστικά στο πρώτο μεγάλο ερώτημα που ταλανίζει και απ’ ότι φαίνεται θα εξακολουθεί να ταλανίζει τη χώρα. Και το ερώτημα είναι, η χώρα με βάση τις οικονομικές δυνατότητες που έχει, πόσα πανεπιστήμια και σε πόσους υποψήφιους εισακτέους μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτικές σπουδές; Απαντήσατε τρία χρόνια τώρα; Όχι φυσικά.

Η χώρα-είναι η δική μας απάντηση-έχει πολύ περισσότερα πανεπιστήμια από αυτά που χρειάζεται και από αυτά στα οποία μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτικές σπουδές. Αυτή είναι η αλήθεια, που δεν τολμάτε να την αγγίξετε γιατί ξέρετε ότι έχει κόστος. Όσο δεν ανοίγει αυτή η συζήτηση, κάθε πρωτοβουλία θα είναι σε εκτέλεση της εθνικής υποχρέωσης κάθε κυβέρνησης, να εμφανίσει στο βιογραφικό της μια εκπαιδευτική ψευτομεταρρύθμιση. Κυρία Υπουργέ, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σε ποιο περιβάλλον έρχεστε και νομοθετείτε σήμερα και τι θέλετε να θεραπεύσετε, το έχετε καθορίσει αυτό; Είναι καλοί τέσσερις, πέντε, είκοσι πέντε άξονες, με γενικόλογα, ευχολόγια και αφορισμούς, αλλά όλα αυτά είναι καλά για δημοσιεύματα που διαχέονται στον τύπο.

Επί της ουσίας, έχουμε ακόμη πανεπιστήμια σε κατάληψη, υπάρχει δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας, φτιάξατε και εσείς μια πανεπιστημιακή αστυνομία που ακούμε και δεν την βλέπουμε μόνο και μόνο για το πυροτέχνημα της είδησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και τι καταφέρατε; Tίποτα. Μια πανεπιστημιακή αστυνομία άχρηστη και άφαντη. Αυτό που χρειάζεται εδώ και χρόνια, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του και η πολιτεία να κάνει τη δική της δουλειά. Δηλαδή, εάν χρειάζεται να εγκαλέσει τον πρώτο Πρύτανη με παράβαση καθήκοντος, όταν αυτός δεν καλέσει την αστυνομία σε περίπτωση καταστροφών και τέλεσης παντός είδους παρανομιών κατά τον ποινικό κώδικα στην πράξη. Τόσο απλά.

Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα, αν πραγματικά θέλουμε πανεπιστήμια, είναι λιγότερο κράτος, ανάκτηση της εμπιστοσύνης και αυτό γίνεται μόνο με την εξασφάλιση διαφάνειας, θεσμικών μηχανισμών αυτόματου ελέγχου και λογοδοσίας, για να μπορέσουμε να πούμε επιτέλους αυτό που δεν τολμάτε να πείτε εσείς.

Κυρίες και κύριοι,

Δεν είναι όλα τα πανεπιστήμια της χώρας τα ίδια. Υπάρχουν πανεπιστήμια με ισχυρό brand name, περιφερειακά πανεπιστήμια που χτίζουν με τεράστιο κόπο ένα καλό brand name, και πανεπιστήμια που δεν πληρούν ούτε στο ελάχιστο τις προδιαγραφές. Όσο αυτό δεν το παραδεχόμαστε, κάνουμε λάθη απανωτά. Ένα τέτοιο λάθος είναι και το σχέδιο νόμου που φέρνετε. Σας το λένε όλοι, αλλά εσείς δεν ακούτε κανέναν. Εσείς κυρία Υπουργέ, φτιάξατε ένα νομοθέτημα που αυτοακυρώνεται. Εκεί που αυτό που χρειαζόμαστε είναι τα θεσμικά αντίβαρα στην περίπτωση του Πρύτανη, γιατί και σήμερα ξέρετε, ο Πρύτανης είναι ο απόλυτος μονάρχης στα ελληνικά πανεπιστήμια. Σας το λένε ακόμη και οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί που έχουν διατελέσει Πρυτάνεις.

Εσείς, όχι μόνο συντηρείτε αυτή την κατάσταση, αλλά και την επιτείνετε. Αρνείστε πεισματικά να θέσετε θεσμικά αντίβαρα.

Γιατί άραγε;

Αρνείστε πεισματικά να θεσμοθετήσετε ουσιαστικά Συμβούλια Ιδρύματος, όπως προέβλεπε ο ν.4009/2011 του ΠΑΣΟΚ, με κύριο έργο τους τον στρατηγικό σχεδιασμό του κάθε Πανεπιστημίου. Αυτά τα Συμβούλια Ιδρύματος είναι αυτά που εξασφαλίζουν την εξωστρέφεια των ΑΕΙ και τη διεθνοποίηση τους. Αυτά είναι που θα μπορέσουν να προσελκύσουν χορηγίες και δωρεές. Ο νόμος Διαμαντοπούλου που συχνά πυκνά επικαλείστε, απαιτούσε ενεργό και αποτελεσματικό Συμβούλιο Ιδρύματος.

Σε τι μοιάζει με αυτό που φέρνετε πέρα από τους τίτλους και τα εξώφυλλα;

Αρνείστε πεισματικά να αποδώσετε στον Πρύτανη εκτός από τις εξουσίες και την ευθύνη που του αναλογεί. Αρνείστε να τον θέσετε υπόλογο για τις πράξεις και τις παραλείψεις του.

Αντ’ αυτού τι κάνετε;

Φτιάχνετε ένα διοικητικό σχήμα ερμαφρόδιτο, ένα νέο μοντέλο διοίκησης που αντί για τα αυξημένα φίλτρα συλλογικότητας, λογοδοσίας, διαφάνειας και εξωστρέφειας που επικαλείστε, επαναφέρετε ένα κακέκτυπο συμβουλίων διοίκησης. Στο μοντέλο σας υποτίθεται ότι το Συμβούλιο Διοίκησης θα έχει την εποπτεία και τη στρατηγική χάραξης για το μέλλον των ιδρυμάτων. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει αρμοδιότητες διοικητικές, δηλαδή αρμοδιότητες που αφορούν την καθημερινότητα των ιδρυμάτων και έναν παντοδύναμο Πρύτανη, ο οποίος εκλέγεται από τα έξι εσωτερικά μέλη συμμετέχει και προεδρεύει κιόλας στο όργανο που υποτίθεται ότι θα τον ελέγχει. Άρα, είναι και ελεγκτής και ελεγχόμενος, με ένα Συμβούλιο Διοίκησης εξαρτημένο ένα σχήμα διοίκησης που θα καθηλώσει τα Πανεπιστήμια στο χθες και σας θυμίζω ότι αυτό το χθες ήταν αυτό που θέλατε να αλλάξετε και εσείς. Επειδή μας λέτε πάρα πολλές φορές παραδείγματα ευρωπαϊκά επιτρέψτε μου κι εγώ να κάνω χρήση αυτού που ισχύει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που πολύ συχνά το φέρνετε ως παράδειγμα όπου εκεί πραγματικά ο Πρύτανης συμμετέχει στο Συμβούλιο Διοίκησης. Χρησιμοποιήσατε και πολύ έξυπνα τη λέξη συμμετοχή του Πρύτανη. Η συμμετοχή μπορεί να είναι με δικαίωμα ψήφου, μπορεί να είναι με δικαίωμα λόγου, δεν προεδρεύει συγχρόνως. Η συμμετοχή έχει πολλαπλές εκφάνσεις.

Λοιπόν, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ο Πρύτανης συμμετέχει στο Συμβούλιο Διοίκησης και εκεί πρέπει να σας πω ότι υπάρχουν 25 μέλη, μπορούν να προστεθούν και άλλα τρία μέλη της Συγκλήτου ένας εκ των οποίων είναι Αντιπρύτανης, είναι έξι ex officio μέλη, τέσσερα εξωτερικά μέλη που προτείνονται από το Συμβούλιο Διοίκησης και εγκρίνονται από τη Σύγκλητο και 12 μέλη που εκλέγονται από τη Σύγκλητο και αντιπροσωπεύουν με συγκεκριμένο αριθμό κάθε σχολή. Όπως βλέπετε, δεν έχει καμία σχέση με το μοντέλο διοίκησης που προτείνει η Κυβέρνηση. Στην Οξφόρδη ο Πρύτανης είναι απλό μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, το οποίο είναι και θεμιτό, αλλά δεν ελέγχει, σε καμία περίπτωση, το Συμβούλιο Διοίκησης.

Στο νομοσχέδιό σας, αυτό που προτείνετε, είναι το Συμβούλιο Διοίκησης να είναι της απολύτου επιρροής του Πρύτανη, το οποίο εννοείται ότι το χτίζει σταδιακά. Και όχι μόνο επιλέγει και τους Αντιπρυτάνεις και τους Κοσμήτορες. Κανείς δεν είχε αντίρρηση ο Πρύτανης να είναι μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, αλλά όχι με αυτούς τους όρους.

Όση επίκληση, λοιπόν, κυρία Υπουργέ και αν κάνετε στην προσπάθεια ένα σύστημα διακυβέρνησης των ΑΕΙ, που φαίνεται να ευθυγραμμίζεται η χώρα μας με τις διεθνείς καλές πρακτικές των πανεπιστημίων του εξωτερικού, ποιον μπορείτε να πείσετε ότι διατηρώντας όλες τις παραδοσιακές πρακτικές παραγοντισμού, αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας, όπου Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει, πάντα με τις νομοθετικές ευλογίες της πολιτείας θα φέρει το Ελληνικό Πανεπιστήμιο στα σύγχρονα πρότυπα των πανεπιστημίων του εξωτερικού;

Ακούστε κυρίες και κύριοι, οφείλουμε να τολμήσουμε να πούμε στους πολίτες αυτό που το ξέρουν ήδη πολύ καλά. Το κράτος μας είναι φτωχό. Χωρίς δωρεές και χορηγίες κανένα Πανεπιστήμιο στη μορφή που το θέλουμε δεν μπορεί να επιβιώσει. Ή θα γυρίσουμε γενναία τη σελίδα στα ελληνικά πανεπιστήμια και θα συμφωνήσουμε όσα χρειαζόμαστε για το άρθρο ταμπού, το άρθρο 16, με αλήθειες, με συναινέσεις και με έντιμους συμβιβασμούς κυρίως με την πραγματικότητα ή διαφορετικά η χώρα μας θα έχει τρία τέσσερα καλά πανεπιστήμια και τα υπόλοιπα θα οδηγηθούν με μαθηματική ακρίβεια σε βιολογικό θάνατο.

Σ΄ αυτήν τη ζοφερή προοπτική, εσείς, κυρία Υπουργέ, αρκείστε στο να χρησιμοποιείτε λέξεις μεταρρυθμιστικά σύμβολα, υπεξαιρώντας τα από ένα νομοθέτημα που πραγματικά ήταν σύμβολο μεταρρύθμισης, το ν. 4009, που πρώτοι εσείς ρημάξατε και αποτελείωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσετε και να διευθετήσετε μικροεξουσίες και μικροφέουδα, αυτά, δηλαδή, που έχουν καθηλώσει το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Από την άλλη ντύνετε το νομοσχέδιο με έναν ξένο, δανεικό, φανταχτερό μανδύα, για να έχετε άλλη μια σημαία λάβαρο να κουνάτε στις προσεχείς εκλογές ως συνέπεια προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης και τεράστιου μεγέθους επίτευγμα μεταρρύθμισης που εδώ και μία δεκαετία ήταν δίκαιο και η Νέα Δημοκρατία και η Υπουργός, εσείς, δηλαδή, έκανε πράξη.

Κλείνοντας, λυπάμαι που δεν αφήνετε περιθώρια σε αυτό το σχέδιο νόμου για να υπάρχει έστω και ίχνος αισιοδοξίας. Εμείς στο ΠΑΣΟΚ και εγώ προσωπικά παραμένουμε πιστοί στη θέση ότι τα ζητήματα παιδείας είναι εθνικής σημασίας και γι΄ αυτό θα περίμενα έστω και τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία περισσότερη και ειλικρινή πρόθεση συγκλίσεων ως αποτέλεσμα ενός ουσιαστικού πραγματικού διαλόγου, όπου ακούς τον συνομιλητή σου και περιλαμβάνεις στο σκεπτικό σου τις θέσεις που προτείνονται είτε υιοθετώντας τες είτε απορρίπτοντάς τες, πάντως τις συζητάς και δεν τις περιφρονεί. Φυσικά πρέπει να πω ότι με εξέπληξε θετικά η αποδοχή της πρότασης που έγινε από τη μεριά του κ. Ανδρουλάκη ως ένα ύστατο δείγμα να ευθυγραμμιστείτε με μια πραγματικότητα που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο ισχύει.

Αφήσατε, κυρία Υπουργέ, πολύτιμο χρόνο να περάσει. Αφήσατε επίσης και τον ακαδημαϊκό χάρτη, όπως έχει διαμορφωθεί ανορθολογικά, μετά την άκριτη πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ και την εξαφάνιση της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Μέχρι σήμερα δεν έχετε καταφέρει ούτε καν να εξασφαλίσετε την ασφάλεια και την προστασία της ακαδημαϊκής ζωής.

Πλησιάζοντας οι εκλογές, λοιπόν, προσπαθείτε να περάσετε άλλο ένα νομοθέτημα με ημίμετρα και σκιές αδιαφάνειας. Άλλο ένα σχέδιο που δεν θα αποδώσει καρπούς. Το μεγάλο πρόβλημα των πανεπιστημίων που επιμένετε να μην αντιμετωπίζετε και θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία και τον φορολογούμενο πολίτη είναι η έλλειψη πραγματικής εποπτείας, έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας των διοικήσεών τους. Για τη θεραπεία του δεν χρειαζόταν όλο αυτό το τέρας των 1.300 τόσων σελίδων με υπερρύθμιση και υπερνομοθέτηση επί παντός επιστητού.

 Το ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται μια τελεία σε όσα έχουν και δεν έχουν γίνει και ένα νέο ξεκίνημα, κυρίως, με αλλαγή της φιλοσοφίας του. Ένα λιτό πλαίσιο που θα αφορά κυρίως τον τρόπο διοίκησης και εποπτείας, το λειτουργικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο και την οικονομική διαχείριση. Έτσι νοείται ο νόμος πλαίσιο.

Τα ιδρύματα θα πρέπει να αποφασίσουν αυτά τα ίδια για τα ακαδημαϊκά τους θέματα και την έρευνα, γιατί έχουν οργανισμούς, έχουν εσωτερικούς κανονισμούς, έχουν και ακαδημαϊκά όργανα. Αυτά πρέπει να χαράξουν τη φυσιογνωμία που θέλουν να έχουν, η οποία δε χρειάζεται να είναι καρμπόν, ίδια σε όλα. Η διαφορετικότητα και ο διαφορετικός χαρακτήρας του κάθε πανεπιστημίου είναι και το μεγάλο όπλο του, είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα.

Εσείς αυτά δεν τολμάτε να τα κάνετε, κυρία Υπουργέ, γιατί δεν εμπιστεύεστε και δεν εκτιμάτε ούτε το έργο που καλούνται να υλοποιήσουν οι άνθρωποι πίσω από τις διοικήσεις ούτε τον ίδιο τον συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό του αυτοδιοίκητου. Και δεν τολμάτε φυσικά και να το πείτε αλλά ούτε και να το αλλάξετε. Γι΄ αυτό καταφεύγετε σε τεχνάσματα υπερρύθμισης με ένα νομοσχέδιο βάρους τσιμεντόλιθου προσπαθώντας να μας πείσετε για ένα ανύπαρκτο ειδικό βάρος μεταρρυθμιστικού ογκόλιθου.

Μία παρατήρηση πριν τελειώσω, ακούγοντας αυτά που είπατε για την δημοσκόπηση της Marc. Ξέρετε, κυρία Υπουργέ, διαβάζουμε κι εμείς τις δημοσκοπήσεις. Δεν σας έκανε μεγάλη περιέργεια η μεγάλη αποδοχή στις διατάξεις του νομοσχεδίου κατά 68,5% που αφορούν στη θέσπιση κέντρου ψυχολογικής υποστήριξης σε φοιτητές και διδάσκοντες των ΑΕΙ; Λες και αυτά δεν υπάρχουν σήμερα; Δεν υπάρχουν αυτές οι δομές; Και όπου υπάρχουν χρειάζεται νέος νόμος για να δημιουργηθούν;

Και κοιτάξτε λίγο κάτι, η μικρότερη αποδοχή με 40,9%, εμφανίζεται στην θέσπιση κοινού ψηφοδελτίου στις φοιτητικές εκλογές. Εδώ ήδη η παρουσίαση της νέας ρύθμισης είναι και ανακριβής και παραπλανητική. Η ρύθμιση δεν αφορά γενικά τις φοιτητικές εκλογές, αλλά την εκλογή εκπροσώπων σε Όργανα των ΑΕΙ, όπου υπάρχει ήδη το ενιαίο ψηφοδέλτιο. Εδώ, προφανώς, η εταιρεία δημοσκόπησης δεν γνώριζε το θέμα. Θα πρέπει, είναι η δική μας θέση, ίσως αυτές οι δημοσκοπήσεις, αφού εμφανίζονται ότι έχουν ερευνητικό χαρακτήρα, να αναγράφεται και ποιος είναι ο επιστημονικά υπεύθυνος. Κάποια στιγμή πρέπει να σοβαρευτούμε σε αυτή τη χώρα και αφού ερωτάται το κοινό για ένα σχέδιο νόμου, πρέπει να υπάρχει και η ερώτηση για να τη διαβάζουμε.

Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ρωτήσω, είστε σίγουροι ότι ο ερωτώμενος έχει διαβάσει το σχέδιο νόμου, από που έχει πληροφορηθεί γι’ αυτό; Αυτά είναι σοβαρά θέματα, γιατί διαφορετικά σε ειδικά θέματα, όπως είναι το θέμα αυτού του νομοσχεδίου, το κοινό χειραγωγείται από τις ερωτήσεις και είναι επικίνδυνο να επιτρέψουμε στις εταιρείες δημοσκοπήσεων να χειραγωγούν τις δημοσκοπικές έρευνες.

Αν και πιστεύω, ότι τίποτα δεν έχει ακόμα κριθεί και τίποτα δεν έχει ολοκληρωθεί, γιατί έτσι πρέπει να είναι η Διαβούλευση ενός τόσο σημαντικού νομοσχεδίου, όταν συζητιέται στις Επιτροπές της Βουλής, στις λιγοστές μέρες που μένουν μέχρι τη συζήτηση στην Ολομέλεια, έχετε την τελευταία ευκαιρία να αλλάξετε αυτήν την γκρίζα σκιά που θα συνοδεύει τη θητεία σας ως Υπουργού Παιδείας. Είναι κρίμα, πραγματικά κρίμα, να χαθεί άλλη μια ευκαιρία για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, μιας και τα περιθώρια προσμονής για κάτι ουσιαστικό, στενεύουν.

Ξέρετε ότι διαφωνούμε με το νομοσχέδιο, ξέρετε ότι διαφωνούμε διότι το κυρίαρχο νομοθέτημα που χαρακτηρίζει όλο το νομοσχέδιο είναι αυτό που αφορά τις διοικήσεις των πανεπιστημίων, που ουσιαστικά είναι αλυσίδα με όλα τα υπόλοιπα που θέλετε να φτιάξετε στο πανεπιστήμιο. Η καλή λειτουργία του πανεπιστημίου επαφίεται στην καλή διοίκηση που θα έχει.

Αλλά εγώ θέλω να σας δώσω μια ακόμη ευκαιρία, γι’ αυτό σήμερα- παρά τη διαφωνία μου- θα πω ότι επιφυλασσόμαστε, περιμένοντας να δούμε έμπρακτα, ότι όλο αυτό το διάστημα κάτι έχετε καταλάβει από τον τρόπο που τα θέματα Παιδείας πρέπει να τα χειρίζεται μια κυβέρνηση, με συναινέσεις, συγκλίσεις και όσο το δυνατόν τη μεγαλύτερη στήριξη της κοινωνίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των φοιτητών που δυστυχώς για άλλη μια φορά καταφέρατε να τους έχετε όλους απέναντι.

Ευχαριστώ.».

Δείτε το σχετικό βίντεο εδώ: