Η Χαρά Κεφαλίδου στην 3η συνεδρίαση της Επιτρ.Μορφωτικών (επί των άρθρων) για το σ/ν Παιδείας
Ομιλία στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων - σ/ν Υπ. Παιδείας: Αναβάθμιση του Σχολείου κ.α. διατάξεις (βίντεο)

Ομιλία Χαράς Κεφαλίδου, βουλευτή Δράμας και υπεύθυνη Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων του Κινήματος Αλλαγής, στην 3η συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, κατά τη συζήτηση επί των άρθρων του σ/ν Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία: 

«Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Για το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου που αφορά τη φύλαξη και την αστυνόμευση των ΑΕΙ ειπώθηκαν πολλά και μονοπώλησε σχεδόν τις συζητήσεις το τελευταίο διάστημα και φυσικά όπως ήταν λογικό και τη συζήτηση σε επίπεδο φορέων.

Είναι εντυπωσιακό, πόσο «απέναντι» σε αυτή τη λογική που θέλει να εμπεδώσουμε το Υπουργείο, είναι όλοι οι φορείς της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, η Αστυνομία και οι φοιτητές, αν τους ακούσει κανείς. Σε αυτή την αίθουσα σήμερα δεν μπορέσαμε να του ακούσουμε. Ακούμε όμως τη φωνή τους μέσα από την κοινωνία και από τις προσπάθειες που κάνουμε να αντιστρατευτούν σε έναν νόμο, που μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει σε ό,τι αφορά την διαρκή παρουσία Αστυνομίας στα πανεπιστήμια.

Από την ανακοίνωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου, τα κόμματα έχουν τοποθετηθεί εντός και εκτός της Επιτροπής, εμείς ως Κίνημα Αλλαγής έχουμε ξεκαθαρίσει τη θέση μας με την κατάθεση της πρότασης νόμου, η οποία δίνει έμφαση στην ασφάλεια και τη φύλαξη των Πανεπιστημίων με σεβασμό στο αυτοδιοίκητο.

Ταυτόχρονα, η νομοθετική μας πρωτοβουλία ρίχνει το βάρος της λειτουργίας των Πανεπιστημίων στις Διοικήσεις τους, καλώντας τες να είναι συνεπείς στο έργο τους και να αναλάβουν με σοβαρότητα την ευθύνη διοίκησης των χώρου τους, θεμελιώδες κομμάτι της οποίας είναι η εξασφάλιση ασφάλειας και απρόσκοπτης λειτουργίας των ιδρυμάτων.  

Ήμασταν και είμαστε σαφείς: Καταδικάζουμε απερίφραστα τη βία και την ανομία, τους προπηλακισμούς, τους βανδαλισμούς και δεν κλείνουμε το μάτι στην κάθε είδους απαξίωση του πανεπιστημίου.

Απαξίωση όμως του χώρου και της έννοιας του Πανεπιστημίου (στον αντίποδα των μπαχαλάκηδων και των κάθε είδους παρανόμων), είναι και η εκχώρηση της φύλαξης σε Αστυνομικό Σώμα που εποπτεύεται, δρα, ελέγχεται όχι από τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου αλλά από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και τις υπηρεσίες του.

Σας το είπαν οι Πρυτάνεις, σας το είπε η Ακαδημαϊκή Κοινότητα, οι πάντες. Εσείς κρύβεστε πίσω από τη δημοσκόπηση. Και θέλω να σας ρωτήσω πραγματικά. Τι πιστεύετε ότι θα απαντούσε ο κάθε Έλληνας πολίτης, ο καθένας από εμάς, όταν η ερώτηση είναι «τι γνώμη έχετε για την αστυνόμευση των χώρων των Πανεπιστημίων που αποφάσισε η κυβέρνηση; Είστε υπέρ ή κατά;”

Στην σημερινή κατ΄ άρθρο συζήτηση είναι ώρα να επικεντρωθούμε στα πολύ σοβαρά ζητήματα που πραγματεύεται το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και ξεκινώ από το πρώτο μέρος, τις διατάξεις που αφορούν τη Βάση Εισαγωγής.

Η  ηγεσία του Υπ. Παιδείας, ανοίγει ένα θεμελιώδες ζήτημα που απασχολεί την  ελληνική κοινωνία και κάθε ελληνική οικογένεια. (Μέρος Α’ του Ν/Σ άρθρα 1 έως 11).

Για ακόμη μια φορά το Υπουργείο ξεκινά ανάποδα, βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο.

  • Αντί να αποφασίσουμε πρώτα «Πόσα Πανεπιστήμια» και «Ποιες σχολές» θα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν μέσα από ένα σύστημα αξιολόγησης και σύνδεσης με έναν αναπτυξιακό σχεδιασμό, συζητάμε για το ποσοστό [αν θέλετε τη βάση;] εισαγωγής στα ΑΕΙ.

Πόσες Σχολές και Τμήματα Τεχνολογικής Κατεύθυνσης έχει η χώρα μας; Πόσα χρειάζεται;

  • Αντί να συζητάμε για τη σωστή και αποτελεσματική κατανομή των Τμημάτων, όταν έχουμε δεκάδες τμήματα με το ίδιο αντικείμενο (βλέπε π.χ. Λογιστική) εμείς ξεκινάμε αντίστροφα.
  • Αντί τα Πανεπιστήμιά μας να αποκτήσουν επιτέλους μακρόπνοο Προγραμματισμό σε 4ετη βάση, όπως όριζε και ο Ν. 3549/2007 της κας Γιαννάκου και ο Ν.4009/11 της κας Διαμαντοπούλου σε συνδυασμό με ένα Εθνικό Σχεδιασμό για την εκπαίδευση, σπαταλάμε πολύτιμο χρόνο με αλλεπάλληλες βραχύβιες νομοθετικές αλλαγές.
  • Αντί να καταθέσει το Υπουργείο μια συνολική πολιτική για την εκπαίδευση στο Λύκειο, Γενικό, Επαγγελματικό και την Κατάρτιση, «σαλαμοποίησε» τη ρύθμιση ξεχωρίζοντας το ΓΕΛ από το ΕΠΑΛ.

Για εμάς: Η ριζική μεταρρύθμιση του Λυκείου αποτελεί προϋπόθεση, για την επίλυση μεταξύ άλλων και του θέματος, της εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Υποστηρίζουμε τη θεσμοθέτηση Εθνικού Απολυτηρίου Λυκείου (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ) με χρήση τράπεζας θεμάτων για την ενιαία αξιολόγηση των μαθητών, ως προαπαιτούμενο για την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Υποστηρίζουμε την εισαγωγή των μαθητών σε Σχολές της Ανώτατης Εκπαίδευσης και όχι σε Τμήματα, με δυνατότητα των Τμημάτων και των Σχολών, να  καθορίζουν τα κριτήρια για την εισαγωγή σε αυτές, με συντελεστές βαρύτητας.

Αντί όλων των παραπάνω το Υπουργείο επέλεξε άλλη μια φορά προς χάρη του εντυπωσιασμού να αιφνιδιάσει μαθητές και οικογένειες θεσπίζοντας τη βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ, η οποία μάλιστα θα ισχύσει από φέτος.

Σκεφτείτε το κυρία Υπουργέ, η πανδημία έχει αλλάξει πάρα πολλά από όσα μέχρι σήμερα θεωρούσαμε δεδομένα.

Το μέτρο θεσμοθέτησης βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι σωστό και αναγκαίο κατά την κρίση μας.

Όχι με σκοπό να κλείσουν Πανεπιστημιακά Τμήματα χωρίς να «στάξει ρουθούνι», όπως με κουτοπονηριά σχεδιάζει το Υπουργείο, αλλά γιατί πράγματι, είναι ντροπιαστικό, σπάταλο, αχρείαστο και  απαράδεκτο, η ίδια η Πολιτεία να εμπαίζει τους νέους, την ελληνική οικογένεια, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τον φορολογούμενο με πτυχία που δεν έχουν αντίκρισμα στην οικονομία, την εργασία ούτε καν στην ίδια την μόρφωση. Πρώτοι εμείς το στηρίξαμε και το εισηγηθήκαμε.

Τα Πανεπιστήμιά μας, παρόλα τα προβλήματά τους, σε γενικές γραμμές, βελτιώνουν διαρκώς τη θέση τους στις διεθνείς κατατάξεις και πολλά τμήματα αποτελούν σημαντικά κέντρα αριστείας και έρευνας.

Οι διεθνείς διακρίσεις και επιτυχίες των τμημάτων και των ερευνητικών και φοιτητικών ομάδων των ελληνικών Πανεπιστημίων μάς κάνουν όλους υπερήφανους για το δυναμικό που αναδεικνύεται και το έργο που με φιλοτιμία παράγεται, μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Αυτή είναι η φωτεινή πλευρά των πανεπιστημίων μας. Και φυσικά πρόσφατα είχαμε και την κατάταξη του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στα 200 καλύτερα Πανεπιστήμια παγκοσμίως.

Εδώ και χρόνια όμως αυτή η φωτεινή πλευρά συνυπάρχει και με την άλλη, τη σκοτεινή. Αυτή που για χρόνια κάναμε πως δεν βλέπαμε, ή ακόμη χειρότερα σιγοντάραμε, για δική μας χρήση, η κάθε πολιτική παράταξη. Για την ακρίβεια, όλες οι παρατάξεις.

Κυρία Υπουργέ ,

Εμείς δεν πιστεύουμε  ότι πρέπει να εισάγονται στα ΑΕΙ της χώρας υποψήφιοι με βαθμολογία 1 ή 2 ή 3 στα 20 στις πανελλαδικές εξετάσεις, γιατί απλούστατα έτσι το κράτος κοροϊδεύει πρώτα από όλα τους ίδιους τους υποψήφιους, τους γονείς τους, και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ταυτόχρονα απαξιώνει το έργο των ΑΕΙ και των Πανεπιστημιακών Δασκάλων, ενώ τελικά, βιομηχανοποιεί την παραγωγή μελλοντικών ανέργων, από τους οποίους έχουμε περίσσευμα την τελευταία δεκαετία.

Η απαξίωση των Πανεπιστημίων επήλθε από  διάφορες αιτίες. Μια από τις βασικότερες θεωρούμε ότι είναι η επικράτηση της λογικής εισαγωγής βάσει ποσοτικών και όχι ποιοτικών κριτηρίων, εξαιρετικά άδικη γιατί έτσι «τσουβαλιάζει» τα ίδια τα Πανεπιστήμια.

Αυτά, πρωτίστως δημιουργήθηκαν και υπάρχουν για να παρέχουν επιστημονικά εφόδια στους φοιτητές που είναι οι αυριανοί επιστήμονες.

Είναι μια δαπανηρή, ανυπόληπτη διαστροφή, η συντήρηση Σχολών που παράγουν πανεπιστημιακά πτυχία χωρίς καμία υπεραξία και ανταπόκριση στην οικονομία, την εργασία και την κοινωνία.

Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ηλικίας 25-35 ετών (28%) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτές οι έρευνες του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, που είναι πάρα πολύ χρήσιμο εργαλείο  στη δυνατότητα που μας δίνει να εκτιμούμε, να αξιολογούμε και να προβληματιζόμαστε για τα θέματα Παιδείας.

Η Ελλάδα, επίσης, βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ευρώπη, στον δείκτη του ποσοστού αποφοίτων επί του συνόλου των φοιτητών.

Και για την αποκατάσταση της αλήθειας, γιατί το Υπουργείο έχει πολυδιαφημίσει το νομοσχέδιο με το επιχείρημα ότι, «….ενδεικτικά το 2018, η Ελλάδα ήταν τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο ποσοστό των αποφοίτων κατ’ έτος, με μόλις 9% αποφοίτους κατ’ έτος, όταν ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 24%».

Προφανώς αυτό αφορά το ποσοστό των αποφοίτων επί του συνόλου των φοιτητών, συμπεριλαμβανομένων και των λιμναζόντων ή αυτών που γράφτηκαν και δεν ξαναπάτησαν στο Πανεπιστήμιο.

Στην πραγματικότητα ανάμεσα στους ενεργούς φοιτητές έχουμε μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων, πάνω από το Μ.Ο. του ΟΟΣΑ και πάνω από τον ευρωπαϊκό στόχο που είναι 44%.

Την ίδια ώρα, σε Πανεπιστήμια της Περιφέρειας  και τυχαίνει να έχω και στην δική μου πόλη, τη Δράμα, το ΔΙ.ΠΑ.Ε. (Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος), υπάρχουν πάρα πολλά Τμήματα που λειτουργούν υποδειγματικά,  με  στενή συνεργασία φοιτητών και ακαδημαϊκών δασκάλων και της τοπικής κοινωνίας.  Λαμπρό παράδειγμα είναι το Τμήμα Οινολογίας που έχει στον δικό μου νομό, έναν νομό με μεγάλη παράδοση στα κρασιά, στην αγροτική καλλιέργεια και ανάπτυξη.

Η παρακολούθηση των μαθημάτων έχει συνέχεια και συνέπεια και πράγματι, μας έχουν πολύ συχνά εκπλήξει με τα πρωτοποριακά προγράμματα, τις ευκαιρίες που δίνουν στους φοιτητές τους, τη διασύνδεση με ξένα καταξιωμένα ΑΕΙ, την επικοινώνηση των δυνατοτήτων που παρέχει στους φοιτητές του κάθε ένα από αυτά τα άξια Πανεπιστήμια, καθώς και την συνέχιση παρακολούθησης της πορείας τους ακόμη και μετά την αποφοίτησή τους.

Συνεπώς, ναι, πρέπει να το πούμε καθαρά και να συμφωνήσουμε στη βασική αρχή, ότι τα ΑΕΙ υπάρχουν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των φοιτητών, των αυριανών άξιων επιστημόνων, επαγγελματιών, εργαζόμενων, φορολογούμενων.

Όσα από αυτά και για όσο επιτελούν αυτό το σκοπό με επάρκεια, διαρκή εξέλιξη, παρακολουθώντας τις ανάγκες της εποχής, η Πολιτεία οφείλει να τα εξασφαλίσει με πόρους, μέσα και με την ποιότητα των φοιτητών που χρειάζονται για να συνεχίσουν το ποιοτικό τους έργο.

Με την εισαγωγή βαθμολογικού ορίου είναι σίγουρο ότι θα μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ. Και έτσι στο Πανεπιστήμιο θα πηγαίνουν όσοι θέλουν πραγματικά και μπορούν.

Αυτό όμως:

Προϋποθέτει, ότι το κράτος παρέχει αξιόπιστες, διαφορετικές επιλογές στους αποφοίτους του Λυκείου. Τα σημερινά διαλυμένα δημόσια ΙΕΚ, με περιορισμένες και συχνά ξεπερασμένες ειδικότητες και προγράμματα σπουδών δεν είναι η εναλλακτική που υπόσχεται το Υπουργείο Παιδείας που βιάζεται στα γρήγορα και πρόχειρα να σπρώξει χιλιάδες αποφοίτους Λυκείου σε αυτή την κατεύθυνση. Σύγχρονα προγράμματα ειδικοτήτων σε επίπεδο ΙΕΚ υπάρχουν και λειτουργούν στην χώρα μας αλλά είναι Ιδιωτικά με ετήσια δίδακτρα της τάξεως των 5.500 – 7.500 ευρώ τον χρόνο.

Προϋποθέτει ότι η μείωση θα γίνεται με ακαδημαϊκά κριτήρια. Το θέμα είναι ότι οι θέσεις θα είναι πλήρεις στα κεντρικά πανεπιστήμια, που ζητούν από τώρα μείωση, και θα αδειάσουν αρκετά περιφερειακά, με χαμηλή ζήτηση κυρίως λόγω της απόστασης και της προτίμησης μεγάλων αστικών κέντρων. Ειδικά μετά παό τα πολύ δύσκολα οικονομικά που βρίσκεται η μέση ελληνική οικογένεια.

Υπάρχουν πολλά Τμήματα που κάνουν εξαιρετική δουλειά και επιπλέον η ευρωστία τους εξυπηρετεί και εθνικούς σκοπούς και στόχους. Αυτά θα έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Και θέλω να ακούσω την κυβέρνηση με τι σκέψεις ετοιμάζεται να ενισχύσει αυτά τα Πανεπιστήμια που και ξεχώρισαν και εξυπηρετούν εθνικούς σκοπούς.

Αντί λοιπόν να μειώσει το Υπουργείο τους εισακτέους ομοιόμορφα, ανάλογα με τις προτάσεις των Πανεπιστημίων, προετοιμάζει μια αναδιάρθρωση, με καταργήσεις και συγχωνεύσεις ξεκινώντας με κριτήριο τι δηλώνουν οι υποψήφιοι και πού δεν τους βολεύει να πάνε και όχι με σχεδιασμό εθνικό για το χωροταξικό των εκπαιδευτικών δομών και όχι με αξιολόγηση της ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης).

Ό,τι αξιολόγηση έχει γίνει μέχρι τώρα, έχει γίνει από παλιά, από την ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση). Εμείς περιμένουμε από την ΕΘΑΕ τις πιστοποιήσεις, που μέχρι στιγμής σε αυτό δεν έχει υπάρχει καμία εξέλιξη.

 Ακαδημαϊκό κριτήριο είναι να αξιολογήσει η ΕΘΑΑΕ κάθε Τμήμα που έχει λόγο ύπαρξης.

Πόσους μπορεί να εκπαιδεύσει καλά με τους πόρους και το προσωπικό που διαθέτει;

Μετά να αποφασίσει η Πολιτεία πόσους θέλει να εκπαιδεύσει (που να μπορούν να εκπαιδευτούν καλά) στα Πανεπιστήμια; Και ανάλογα με το σύστημα εισαγωγής, τα Τμήματα να έχουν τον πρώτο λόγο για τα κριτήρια εισαγωγής που μπορεί να είναι:

  • Κάποια μαθήματα
  • Συντελεστές βαρύτητας και το τελευταίο, αν χρειάζεται,
  • Με Ποια βάση εισαγωγής;

Το Υπουργείο Παιδείας χρησιμοποιεί την Ε.Β.Ε (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής) ως τέχνασμα προκειμένου να καταργήσει Τμήματα Πανεπιστημίων χωρίς όμως να χρειαστεί να το πει, κάνοντας μια μπακαλίστικη λογική και φυσικά χωρίς αναπτυξιακά και χωρίς ακαδημαϊκά κριτήρια.

Εάν κάποιος επιλέξει την ύπαρξη Βάσης Εισαγωγής αυτή όμως πέραν των παραπάνω, πρέπει να είναι:

  • εύληπτη,
  • ξεκάθαρη,
  • να έχουν πραγματικό λόγο τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα,
  • να την γνωρίζουν εξαρχής οι υποψήφιοι όταν ξεκινούν την προετοιμασία τους για τις εξετάσεις και
  • να υπάρχει μάθημα βαρύτητας ανά Σχολή που θα καθορίζεται από αυτήν.

Ο τύπος που επέλεξε το Υπουργείο Παιδείας και αιφνιδιαστικά θέλει να επιβάλει από την φετινή χρονιά με κλειστά τα σχολεία, τα περισσότερα υπολειτουργούν και ξέρετε ότι πολύ σύντομα λόγω εξέλιξης της πανδημίας θα μπούμε σε άλλες περιπέτειες, είναι ένας δύσχρηστος τύπος, περίπλοκος, με περισσή ανάμειξη του εκάστοτε Υπουργού και μπορεί πολύ εύκολα να δημιουργήσει αδικίες αφού δεν συνυπολογίζει μάθημα βαρύτητας ανά σχολή.

Για τον υπολογισμό της ΕΒΕ, προβλέπεται:

Κάθε Πανεπιστημιακό Τμήμα θα θέτει ως ΕΒΕ ποσοστό Χ% του μέσου όρου (ΜΟ), των μέσων επιδόσεων (ΜΕ) όλων των υποψηφίων, στο σύνολο των τεσσάρων μαθημάτων (Μ1, Μ2, Μ3, Μ4), του επιστημονικού πεδίου του υποψηφίου [ΜΟ=(ΜΕΜ1+ΜΕΜ2+ΜΕΜ3+ΜΕΜ4)/4].

Το Υπουργείο θα καθορίζει το εύρος για το ποσοστό Χ% (π.χ. 80% έως 120% του ΜΟ).

Αν εδώ χρειαζόμαστε μισή ώρα επεξήγηση για έναν τύπο που θα βγάλει ποιος εισάγεται και ποιος μένει απ’ έξω, ας φανταστούμε τι έχει να γίνει μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στις προσεχείς πανελλήνιες εξετάσεις!

Σχετικά με το άρθρο 34 του νομοσχεδίου που αναφέρεται στη διάρκεια φοίτησης.

Για το υπόλοιπο κομμάτι του νομοσχεδίου επιτρέψτε μου να τοποθετηθώ, για να μην παίρνω το χρόνο  από τους συναδέλφους, αύριο. Θα μείνω μόνο στο άρθρο 34 που αναφέρεται στη διάρκεια φοίτησης.

Πραγματικά, η ύπαρξη αιώνιων φοιτητών, δυσχεραίνει τη λειτουργία των ΑΕΙ, κοστίζει στον φορολογούμενο και δυσφημεί το Πανεπιστήμιο. Φαντάζομαι ότι η διαιώνιση του   πρωτότυπου φαινομένου των φοιτητοπατέρων, εξυπηρετεί άλλους πολιτικούς χώρους. Σίγουρα όχι το Κίνημα Αλλαγής.

Εδώ, ξέρετε από παλιά ότι έχει μπει το όριο του ν+2, επανέρχεστε και εσείς σε αυτό ως όριο φοίτησης.

Ίσως όμως θα πρέπει το Υπουργείο να λάβει υπόψιν του τις παρατηρήσεις των Πανεπιστημιακών ως προς την διαγραφή, την μερική φοίτηση και να περιλάβει και άλλες εξαιρέσεις από αυτές που προβλέπει το σχετικό άρθρο για να διευκολύνουμε σε μία δύσκολη κοινωνικά και οικονομικά συγκυρία, ανθρώπους οι οποίοι εργάζονται, ανθρώπους με οικονομικά ή προβλήματα υγείας.

Και θέλω να σας πω ότι ο ν.4009/2011 άφηνε στα Ιδρύματα, μέσω των Οργανισμών τουςνα αποφασίζουν τους όρους συνέχισης της φοίτησης, μετά από τη διάρκεια του ν+2.

Το καταθέτω ως προβληματισμό και περιμένω να ακούσω τις απόψεις του Υπουργείου.

Ευχαριστώ».

Δείτε το σχετικό βίντεο εδώ: