Σε άρθρο της στην Athens Voice, με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής της Επίκαιρης Ερώτησης των βουλευτών της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για την Παιδεία, η Χαρά ασκεί έντονη κριτική στους χειρισμούς και – κυρίως – τις πρακτικές της κυβέρνησης.
Επισημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση θα έπρεπε να αξιοποιήσει την ευρύτατη συναίνεση που είχε επιτευχθεί με τη στήριξη του νόμου Διαμαντοπούλου από τα τέσσερα πέμπτα της Βουλής, αλλά και τα θετικά στοιχεία από την υλοποίηση του νόμου μέχρι σήμερα . Αντί γι αυτό, σημειώνει, «Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ικανοποιώντας αιτήματα συνδικαλιστών της, μέσα σε λίγους μήνες ακύρωσε επιτεύγματα και μεταρρυθμίσεις που η εκπαιδευτική κοινότητα αγωνίστηκε χρόνια να πετύχει».
Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ο διάλογος που εξαγγέλει είναι προσχηματικός, ώστε να εξασφαλίσει το περιθώριο να προωθεί διατάξεις μέσα από τροποπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια, με αδιαφανείς διαδικασίες και εκτός του ισχύοντος πλαισίου.
«Όλα αυτά μόνο σημάδια ουσιαστικού διαλόγου για την Παιδεία δεν είναι. Μοιάζουν περισσότερο με καλά σκηνοθετημένη παράσταση όχι για τη γνώση αλλά για την εξουσία πάνω στη γνώση. Κι αυτό μόνο θλίψη προκαλεί», καταλήγει.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:
Η μεγαλύτερη και σοβαρότερη μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα ήταν αυτή της Παιδείας από την Άννα Διαμαντοπούλου, όταν θήτευσε ως υπουργός Παιδείας. Σε αντίθεση με την κοινοβουλευτική μας παράδοση, η τότε υπουργός εξασφάλισε γι’ αυτήν τη μεταρρύθμιση τη μέγιστη δυνατή κοινοβουλευτική στήριξη: διακόσιους πενήντα πέντε βουλευτές, τα τέσσερα πέμπτα της Βουλής.
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε η παιδεία έπρεπε να είναι στο επίκεντρο όλων των κομμάτων, μακριά από κομματικές σκοπιμότητες, βεβιασμένες κινήσεις και αναχρονιστικές επιλογές. Δυστυχώς, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ικανοποιώντας αιτήματα συνδικαλιστών της, μέσα σε λίγους μήνες ακύρωσε επιτεύγματα και μεταρρυθμίσεις που η εκπαιδευτική κοινότητα αγωνίστηκε χρόνια να πετύχει.
Αν κάτι κατάφερε η δική μας μεταρρύθμιση στην Παιδεία ήταν επειδή ως αντιπολίτευση την περίοδο 2007-2009 συμμετείχαμε ενεργά με θέσεις και προτάσεις στην τότε συσταθείσα Επιτροπή Μπαμπινιώτη. Η τότε κυβέρνησή ΠΑΣΟΚ συνέχισε από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη. Δεν γκρέμισε τα καλά που βρήκε, αλλά τα αξιοποίησε. Προχώρησε σε εκτενή και ειλικρινή διάλογο με όλους τους φορείς και όλα τα κόμματα, ούτε βιαστικά ούτε προσχηματικά.
Σήμερα, ο υπουργός Παιδείας σηματοδοτεί την έναρξη ενός ακόμη διαλόγου για την παιδεία. Υποθέσαμε ότι θα προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα, αξιοποιώντας όσα χρήσιμα έχουν ήδη γίνει, εκμεταλλευόμενοι την ευρύτατη συναίνεση που είχε επιτευχθεί.
Ας θυμηθούμε: Εθνική Επιτροπή Διαλόγου το 1985 με συμμετοχή κομμάτων, στην οποία ουδέποτε συμμετείχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας με συμμετοχή φορέων της εκπαίδευσης και της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν απ’ αυτά τα δύο όργανα και άρχισαν να υλοποιούνται το 2010 συζητήθηκαν τότε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, η οποία έλαβε υπ’ όψιν της και αξιολόγησε τη δουλειά που είχε γίνει στις προηγούμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Ασφαλώς σε έναν ψηφισμένο νόμο, κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας του, θα υπάρξουν αλλαγές, βελτιώσεις και διορθώσεις. Όμως, η τόσο μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή σήμαινε ότι για τα επόμενα δέκα με δεκαπέντε χρόνια ο νόμος θα δοκιμαστεί, θα αποδώσει, θα βελτιωθεί.
Αντί γιαυτό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιχειρεί να εφεύρει εκ νέου τον τροχό και να ξεκινήσει το διάλογο από μηδενική βάση. Γιατί όμως επιχειρεί να καταστρέψει ό,τι δημιουργικό οικοδομήθηκε; Γιατί δεν αρέσει το σήμα της Ελλάδας και γιατί πρέπει όλα να έχουν το σήμα του ΣΥΡΙΖΑ;
Ο διάλογος που εξαγγέλλει η κυβέρνηση μοιάζει να είναι προσχηματικός , ίσα για να κερδίσει χρόνο, ώστε όσο διαρκεί η συζήτηση, να προωθούνται διατάξεις μέσα από πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια –με κορυφαίο αυτό για τις… βοσκήσιμες γαίες–, με κοινές υπουργικές αποφάσεις.
Αλήθεια για ποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες γίνεται λόγος; Για την αδιαφανή διαδικασία με την οποία επιλέγονται κομματικά στελέχη για τις θέσεις των δεκατριών περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, που ήταν τόσο αξιοκρατική ώστε οι δώδεκα είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και ο ένας στέλεχος των ΑΝΕΛ; Και δυστυχώς, όχι μόνο… Στα υπηρεσιακά Συμβούλια Επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, όπου ο Πρόεδρος είναι ο περιφερειακός διευθυντής, ήταν τέτοια η σπουδή της κυβέρνησης, που τα δύο από τα τρία μη αιρετά μέλη διορίστηκαν χωρίς πρόσκληση, χωρίς καν να έχουν κάνει αίτηση, χωρίς κατάταξη!
Αυτές είναι οι δημοκρατικές αξίες για τις οποίες κόπτεται η κυβέρνηση για την Παιδεία; Ποια δημοκρατική τάξη μπορεί να το ανεχτεί αυτό; Γιατί η κυβέρνηση απεχθάνεται την αριστεία; Γιατί κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για την ισοπέδωση των πάντων; Όλα αυτά μόνο σημάδια ουσιαστικού διαλόγου για την Παιδεία δεν είναι. Μοιάζουν περισσότερο με καλά σκηνοθετημένη παράσταση όχι για τη γνώση αλλά για την εξουσία πάνω στη γνώση. Κι αυτό μόνο θλίψη προκαλεί.