Χαρά Κεφαλίδου: “Ο φόβος της ανομίας δεν νικιέται με το φόβο της αστυνομοκρατίας”
Ομιλία στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση του Σ/Ν Υπ. Εσωτερικών (βίντεο)

Ομιλία της Χαράς Κεφαλίδου στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση του σ/ν του Υπ.Εσωτερικών με θέμα «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση και άλλα επείγοντα ζητήματα».

“Κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο πολυνομοσχέδιο το οποίο συζητάμε σήμερα τέθηκαν πάρα πολλά ζητήματα, θέματα αυτοδιοίκησης, κυβερνησιμότητας δήμων, Ανεξάρτητων Αρχών, αναδρομικότητας ασυμβιβάστων.

Εγώ θα μείνω στα θέματα παιδείας, ως αρμόδια κοινοβουλευτικά από το Κίνημα Αλλαγής για το πολύ σοβαρό αυτό θέμα.

Ξεκινώ τονίζοντας, για άλλη μια φορά ότι στο Κίνημα Αλλαγής είμαστε με καθαρότητα και σαφήνεια θετικοί στα μείζονα θέματα της ασφάλειας και της εύρυθμης λειτουργίας των ΑΕΙ της χώρας, όχι της κατάργησης τους, όπως άστοχα έχει επικρατήσει, αλλά της προστασίας. Η αποδιοργάνωση που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην εκπαίδευση, καλώς ή κακώς, δεν αντιμετωπίζεται με πυροτεχνήματα. Χρειάζεται να ξαναδούμε με σοβαρότητα τη διάρθρωση της εκπαίδευσης μας με ενιαία συνεκτικά σχέδια νόμων, που θα ήταν ιδανικά να ψηφιστούν με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Στο χώρο της παιδείας επιβάλλεται να φυσήξει άμεσα άνεμος αλλαγής. Αυτή η άποψη συνδέεται κυρίως με την ανάγκη που υπάρχει να ανοίξουν διάπλατα οι πύλες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στην έρευνα, να προτάξουμε την ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών, να διαμορφώσουμε κίνητρα για την αριστεία και τη διάκριση και τέλος να αναζητήσουμε τους αναγκαίους συνδέσμους με τις σύγχρονες εξελίξεις στην τεχνολογία και την παραγωγή εντός και εκτός συνόρων.

Υπό το πρίσμα αυτό δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι η μεταφορά της ΓΓΕΤ στο Υπουργείο Ανάπτυξης βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια δεν μπορούν να πορεύονται σε διαφορετικούς δρόμους. Και τα δυο είναι συνυφασμένα με τη νεωτερικότητα και την καινοτομία. Οι ίδιοι οι ερευνητές το λένε με σαφήνεια: Ο θεσμικός διαχωρισμός ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων οδηγεί στην υποβάθμιση της βασικής έρευνας. Και χωρίς βασική έρευνα δεν μπορεί να αναπτυχθεί η εφαρμοσμένη έρευνα, άρα δεν μπορούμε να έχουμε ούτε καινοτόμες εφαρμογές ούτε φυσικά και νέα τεχνολογικά προϊόντα. Άρα, για ποια ώθηση στην οικονομία μπορούμε να μιλήσουμε;

Σε ό,τι αφορά τώρα το άσυλο είναι αλήθεια μεγάλο, άμεσο και πιεστικό το ζήτημα της ασφάλειας και της εύρυθμης λειτουργίας των ΑΕΙ. Το αντιλαμβάνεται ο κάθε πολίτης και όλοι όσων η κομματική τους ταυτότητα δεν έχει γίνει με παρωπίδα.

Η συζήτηση λοιπόν, είναι μια συζήτηση για το αυτονόητο, για την αμφισβήτησή του, είναι μια συζήτηση που προσφέρεται όσο καμία άλλη για την επίδειξη ευρύτερων συναινέσεων, συναινέσεων για την παιδεία μας, συναινέσεων για το δημόσιο πανεπιστήμιο και την ποιότητά του. Είναι η απαίτηση –για να το πούμε πολύ απλά- κάθε Έλληνα πολίτη, είναι η απαίτηση κάθε παιδιού που επί δώδεκα χρόνια ετοιμάζεται για την εισαγωγή του σε ένα πανεπιστήμιο που θα του προσφέρει τη γνώση, αλλά και τους τρόπους να την αναζητά, να θέλει να μάθει, να εξελίσσεται, να μπορεί να σταθεί με τις δικές του δυνάμεις άξιος και όρθιος σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αυτή είναι η δουλειά των πανεπιστημίων. Αυτό είναι και το πανεπιστήμιο για το οποίο οφείλουμε όλοι να δουλέψουμε και οφείλουμε όλοι να προστατέψουμε.

Η προτεραιότητα της Κυβέρνησης για τη ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου είναι όντως μια καλή αρχή. Δείχνει μια πρόθεση αποκατάστασης της κανονικής λειτουργίας, μέχρι εκεί όμως. Το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει από το 2011, η πολιτική βούληση ήταν αυτή που έλειπε. Αυτή η προστασία δεν έχει καμία σχέση με την ανοχή της παρανομίας, όπως δεν έχει και καμία σχέση με την επιβολή αστυνομοκρατίας στα ΑΕΙ. Και όσο και αν βολεύει την πολιτική εκμετάλλευση -που σίγουρα δεν τη χρειάζεται μια νέα Κυβέρνηση με νωπή εντολή- η δημιουργία μιας σημαίας που σήμερα βάφτηκε άσυλο και αύριο κάτι άλλο, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να εξαλείψει τις χρόνιες παθογένειες της εκπαίδευσης, χρειάζεται μια προστασία και μια αποκατάσταση για αυτούς που αφορά και δεν είναι άλλη από την πανεπιστημιακή κοινότητα, διδάσκοντες και φοιτητές.

Ο φόβος της ανομίας όμως, δεν νικιέται με το φόβο της αστυνομοκρατίας. Αυτό λέμε πολύ απλά και πολύ ξεκάθαρα. Η ασαφής διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 64 μπορεί να σφραγίζει τις πόρτες των ΑΕΙ σε κάθε επίδοξο παραβατικό, κινδυνεύει όμως, να τραυματίσει την ίδια την ελευθερία που θέλει να προστατέψει, ακριβώς επειδή στον χώρο της εκπαίδευσης σφυρηλατούνται αξίες και διαμορφώνονται συνειδήσεις –να υποθέσουμε δημοκρατικές-, οφείλουμε να λύσουμε ζητήματα και όχι να σωρεύσουμε και άλλα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι νόμοι δεν φτιάχνονται sur mesure για συγκεκριμένο Υπουργό μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης. Οι νόμοι οφείλουν να είναι απρόσωποι και να μπορούν να επιτελέσουν τον σκοπό τους, ακόμα και όταν εφαρμόζονται από αυτούς που τον επιβουλεύονται.

Το θέμα του ασύλου είναι ήδη μία φορτισμένη έννοια που επιβάλλει ξεκάθαρες και λιτές διατυπώσεις. Ακριβώς επειδή -όπως και η αρμόδια Υπουργός είπε- το μέλλον περνάει μέσα από τα σχολεία μας και τα πανεπιστήμιά μας, ουδείς δικαιούται να το εμποτίσει με ένα παρελθόν που δεν τιμά κανέναν μας, έστω και κατά λάθος. Και για να εδραιωθεί πραγματικά η ανεμπόδιστη διακίνηση των ιδεών της νεωτερικότητας, της καινοτομίας, το πανεπιστήμιο χρειάζεται τον χώρο του και τον χρειάζεται ελεύθερο και ασφαλή από εξωπανεπιστημιακούς μπαχαλάκηδες και κάθε είδους παραβατικούς. Αλλά επίσης ελεύθερο από ένστολους, που η αρμοδιότητα τους είναι να βρίσκονται εκεί, μόνο όταν χρειάζεται.

Οι διατάξεις για το πανεπιστημιακό άσυλο δεν λύνουν τα προβλήματα της Παιδείας. Στην καλύτερη περίπτωση, αποτελούν ανανέωση μιας υπόσχεσης ότι ένας νέος αέρας δημιουργικότητας θα αρχίσει να δροσίζει το άνυδρο τοπίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Στη χειρότερη, το άσυλο θα γίνει ακόμη μία μεγάλη σημαία που θα κρύψει τις πολιτικές ανεπάρκειες μας.

Εδώ είμαστε να δούμε πόση συναίνεση αντέχετε”.

Δείτε το σχετικό βίντεο: