Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας ήταν, είναι και θα είναι πάντα αντικείμενο συζητήσεων, αναζητήσεων, βελτιώσεων. Και αυτό είναι αναπόφευκτο καθώς η χώρα μας εκσυγχρονίζεται – έστω και με δύσκολες φάσεις και πισωγυρίσματα, όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια της κρίσης -, ενώ παράλληλα ενσωματώνεται στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όλα αυτά τα χρόνια.
Στη χώρα μας η Εκκλησία εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνειδήσεων των πολιτών. Η Ορθοδοξία παραμένει «πυλώνας» αυτοσυνείδησης της ελληνικής κοινωνίας, στήριγμα για την συντριπτική πλειοψηφία των θρησκευόμενων, αποκούμπι για τους αδύναμους, που γίνονται δέκτες της αλληλεγγύης της Εκκλησίας μας.
Ας μην λησμονούμε, άλλωστε, τον ξεχωριστό ρόλο που εξακολουθεί να επιτελεί, όχι πάντα σε εύκολες συνθήκες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι.
Άλλωστε μια βασική παράμετρος για την εύρυθμη συνύπαρξη κράτους-εκκλησίας παραμένει η βασική συνταγματική επιταγή για τη θρησκευτική ελευθερία. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστώ να γίνεται λόγος για την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους, για την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, για την επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς αναφορά στη θρησκευτική ελευθερία.
Η συζήτηση για αλλαγές στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας αναζωπυρώθηκε κατά την πρόσφατη διαδικασία για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά και με την καταρχήν συμφωνία της απερχόμενης κυβέρνησης με την Ιεραρχία για κρίσιμα θέματα, όπως αυτό του καθεστώτος και της μισθοδοσίας των κληρικών.
Δυστυχώς, με ευθύνη της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα, η συζήτηση για κεφαλαιώδη ζητήματα παρεκτράπηκε, συχνά με γνώμονα μικροπολιτικά οφέλη, σε βάρος ενός νηφάλιου διαλόγου, που θα συνέθετε τις απόψεις όλων των κομμάτων του ευρωπαϊκού τόξου.
Θα έλεγα ότι είναι ευτυχές, που η συζήτηση για την Αναθεώρηση απομόνωσε τελικά τις «υπεραριστερές» δοξασίες που έθεταν εν κινδύνω τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, στο όνομα του όποιου ριζικού εκσυγχρονισμού.
Η Αναθεώρηση θα είναι μια διαδικασία, που θα τεθεί σε νέες βάσεις με βάση τη ριζική αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων μετά την 7η Ιουλίου. Και σε αυτήν, το Κίνημα Αλλαγής είναι έτοιμο να συμβάλλει θετικά στην αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων.
Ας σταθούμε σε δύο από αυτά, που διατηρούνται νωπά στις μνήμες της κοινής γνώμης. Το ένα έχει να κάνει με την ανάγκη αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας με τη συμβολή του Δημοσίου. Αν και οι βάσεις για τη ρύθμιση αυτού του προβλήματος τέθηκαν με τη νομοθετική διάταξη του 2013 -θυμίζω ότι τότε συστάθηκε η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας (Ε.Α.Ε.Α) – λίγα πράγματα έγιναν στην πορεία από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Παρά τις πομπώδεις πρωτοβουλίες, τα σοβαρά προβλήματα – διεκδικήσεις από τρίτους, χρήσεις γης, κτηματογράφηση, πολεοδομικές και δασικές εκκρεμότητες- δεν θίχτηκαν. Ακόμα και η Ε.Α.Ε.Α. έμεινε στα χαρτιά. Θεωρώ ότι μια ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των δύο μερών για τις εκκρεμότητες αυτές θα συνέβαλε ουσιαστικά στην οριοθέτηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, σε μια πιο παραγωγική και ουσιαστική κατεύθυνση.
Το δεύτερο πρόβλημα ανέκυψε με τις εξαγγελίες για τον τρόπο μισθοδοσίας και ασφάλισης των κληρικών, κάτι που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι προς το συμφέρον όλων τα προβλήματα αυτά να αντιμετωπιστούν με νηφαλιότητα και σοβαρότητα, μακριά από ιδεολογικές προκαταλήψεις, έτσι ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας στους κληρικούς, προς ικανοποίηση και του θρησκευόμενου λαού.
Θα ολοκλήρωνα με μιαν ευχή: μακάρι να συνεχιστεί απρόσκοπτα το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, που ξεδιπλώνεται αθόρυβα, αλλά ουσιαστικά τόσο στην Επικράτεια όσο και στη Δράμα που τυχαίνει να έχω και άμεση γνώση. Το έχουμε το στήριγμα αυτό όλοι ανάγκη!
Μπορείτε να διαβάστε το άρθρο εδώ