“Στην Ελλάδα καταγράφονται (20,8% το Δεκέμβριο) από τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στην ΕΕ. Το ίδιο και στην Ισπανία (16,1% το Φεβρουάριο). Αντίστοιχα τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας σημειώθηκαν στην Τσεχία (2,4%), στη Μάλτα και στη Γερμανία (3,5%).
Αν και σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat μεταξύ Δεκεμβρίου 2016 και Δεκεμβρίου 2017 το επίπεδο της ανεργίας στην Ελλάδα, μειώθηκε από 23,4% σε 20,8%, καταγράφοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ μέσα σε ένα χρόνο, παρ όλα αυτά, το επίπεδο είναι δυσθεώρητο.
Συνολικά το Φεβρουάριο του 2018 καταγράφονται 17,6 εκατομμύρια άνεργοι στην ΕΕ και 13,9 εκατομμύρια άνεργοι στην Ευρωζώνη.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την χώρα μας, ο αριθμός των ανέργων το Δεκέμβριο διαμορφώθηκε στους 989.000. Το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες διαμορφώθηκε στο 16,9% και στις γυναίκες στο 25,8%.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε σταθερό στο 5,5% τον Ιανουάριο του 2018, σύμφωνα με ανακοίνωση του Οργανισμού. Στην περιοχή του ΟΟΣΑ υπήρχαν 34,5 εκατομμύρια άνεργοι, κατά 1,9 εκατομμύρια περισσότεροι σε σχέση με τον Απρίλιο του 2008.
Για τις γυναίκες αντίστοιχα Το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή του ΟΟΣΑ μειώθηκε μόλις κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας τον Ιανουάριο στο 5,6% και ήταν ελαφρά υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (5,4%).
Οι διαφορές στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των φύλων είναι σημαντικά μεγαλύτερες στην Ευρωζώνη, όπου το ποσοστό των γυναικών ήταν 0,7 της μονάδας υψηλότερο από αυτό των ανδρών. (Αντίθετα, στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία το ποσοστό ανεργίας των ανδρών ήταν υψηλότερο από το αντίστοιχο των γυναικών κατά 0,3 της μονάδας και στις δύο χώρες).
Ταυτόχρονα, σε πολύ χαμηλά επίπεδα βρίσκεται η γεννητικότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτες όλες τις μελέτες που έχουν δεί το φώς της δημοσιότητας. π.χ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
To 2009 o δείκτης γονιμότητας στην χώρα μας ανέκοψε την πορεία του. Οι Ελληνίδες άρχισαν να αποκτούν 1,1 έως 1,3 παιδιά και αυτά σε μεγάλη ηλικία. Ο βασικός παράγοντας αποθάρρυνσης για τα νέα ζευγάρια είναι ο κίνδυνος της φτώχειας.
Ταυτόχρονα όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα ποσοστά γεννήσεων στη χώρα μας δεν έχουν μεταβληθεί ιδιαιτέρως από την χρονική περίοδο πριν το 2008, όταν οι ελληνικές οικογένειες δεν είχαν έρθει ακόμα αντιμέτωπες με την οικονομική κρίση.
Ζητήματα υπογεννητικότητας αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες που ανήκουν στην ίδια ομάδα είναι οι υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, όλα τα γερμανόφωνα έθνη, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, καθώς και πλούσιες χώρες της ανατολικής Ασίας, όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη. Η ομάδα των χωρών με περισσότερες από 1,7 γεννήσεις ανά γυναίκα συμπεριλαμβάνει τις Σκανδιναβικές χώρες, τα γαλλόφωνα και αγγλόφωνα έθνη.
Ολες οι μελέτες συνηγορούν στο γεγονός οτι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων κρατών βρίσκεται όχι τόσο στην οικονομική κατάσταση των χωρών, όσο στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν πολλοί, όσο υψηλότερα είναι τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών σε μια χώρα, τόσο χαμηλότερα είναι τα ποσοστά γεννήσεων, ενώ όσο περισσότερες γυναίκες εργάζονται, τόσο περισσότερα παιδιά γεννιούνται.
Αυτό έρχεται να καταρρίψει τον μύθο που επικρατούσε με ερμηνείες της υπογεννητικότητας στο παρελθόν, σύμφωνα με τις οποίες τα εργασιακά καθήκοντα των γυναικών αποτελούν τροχοπέδη στα σχέδια για δημιουργία οικογένειας.
Συμπέρασμα: Η οικονομική ανεξαρτησία και η επαγγελματική σταθερότητα ευνοούν σε μεγάλο βαθμό τις γεννήσεις. Συνεπώς μια πιο δίκαιη κατανομή του πληθυσμού στην αγορά εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερο ΑΕΠ και ενισχυμένη γεννητικότητα.
Άρα σε μια χώρα σαν την δική μας που το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι το δημογραφικό και η γήρανση του πληθυσμού που θα το βρουν μπροστά τους οι αμέσως επόμενες γενιές, η στοιχειοδώς υπεύθυνη Πολιτεία σήμερα οφείλει να πάρει άμεσα μέτρα που θα συμβάλουν στην δραστική μείωση πρωτίστως της ανεργίας στις γυναίκες.
Σύμφωνα με έρευνα των Γιατρών του Κόσμου, το 2014 τέσσερις στις δέκα γυναίκες στην χώρα μας αποφάσισαν να κάνουν ένα παιδί λιγότερο ή κανένα για να μην χάσουν την δουλειά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της World Bank, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στην κατάταξη των χωρών με την μεγαλύτερη πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο 2017, στις γυναίκες, η ανεργία είναι ακόμα μεγαλύτερη από των ανδρών, αγγίζοντας το 29,4%. Επομένως η «δημογραφική βόμβα» στη χώρα μας, αποτελεί αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με την άνιση συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας να είναι η σημαντικότερη.
Πως μπορεί λοιπόν να ανατραπεί το φαινόμενο στην Ελλάδα;
Η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών όπως:
• η ενίσχυση των δημόσιων βρεφοκομείων και νηπιαγωγείων, η δυνατότητα για γονεϊκές άδειες
• η προτροπή των γυναικών να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, πχ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, ώστε να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες από το σπίτι ωστε να μπορούν να συγκεράσουν τις γονεϊκές με τις εργασιακές απαιτήσεις.
Ίσως να μπορούν να αλλάξουν την εικόνα. Αύξηση εξάλλου των γεννήσεων σημαίνει ενίσχυση του ΑΕΠ. Aυτό συμβαίνει γιατί, όχι μόνο δεν υπάρχουν αρκετά εργατικά χέρια, αλλά επειδή ένας γερασμένος πληθυσμός επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα.
Κακά τα ψέματα. Η ανεργία και η ενασχόληση με τη φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού είναι οι τομείς στους οποίους, στην Ελλάδα, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι η μεγαλύτερη απ ότι σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Άρα αναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας η προώθηση από την πολιτεία αλλαγής της κουλτούρας μας. Είναι καιρός, είμαστε ήδη στο 2018 να αμβλυνθούν οι σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών που καταγράφονται επίσης:
• στις αμοιβές,
• στον τρόπο ζωής,
• στις καθημερινές δραστηριότητες,
με τις γυναίκες να βρίσκονται μονίμως στην δυσχερέστερη θέση.
Ζούμε σε μια σύγχρονη κοινωνία και παρόλα αυτά ανεχόμαστε οι γυναίκες να αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες, ανεχόμαστε να έχουμε τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες διαφορές στην Ε.Ε. πχ.:
• στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών
(στην Ελλάδα 95% οι γυναίκες, 53% οι άνδρες,
στην Ε.Ε. 92% για τις γυναίκες και 68% για τους άνδρες).
• στις οικιακές εργασίες και το καθημερινό μαγείρεμα,
(στην Ελλάδα το 85% των γυναικών έναντι 16% των ανδρών. Αντίθετα στη η Σουηδία, ασχολείται το 74% των γυναικών και το 56% των ανδρών, ενώ ο μέσος όρος για την Ε.Ε. ανέρχεται σε 79% για τις γυναίκες και 34% για τους άνδρες).
Θεωρείται τυχαίο εύρημα η συμμετοχή των Ελληνίδων στον γυναικοκρατούμενο τομέα της εκπαίδευσης, αυξήθηκε κατά 1,7% και στον τομέα των ασφαλειών κατά 4,2%;;;;
Επίσης η γυναικεία παρουσία κυριαρχεί στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, σε ποσοστό από 76% έως και 90%, ενώ οι άνδρες αποτελούν το εργατικό δυναμικό στον κλάδο της αρτοποιίας, σε ποσοστό 66%. Είναι τυχαίο που οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 30% των εργαζομένων στο χώρο της ελληνικής βιομηχανίας;
Δεν μας λέει τίποτε αυτό; Μηπως ο χώρος της εκπαίδευσης , των ασφαλειών, του λιανεμπορίου επιτρέπουν ελαστικότερο ωράριο εργασίας, εργασία από το σπίτι, χώρο εργασίας που μπορεί η μητέρα να έχει την εποπτεία των παιδιών της ιδιαίτερα όσο αυτά είναι μικρά και την χρειάζονται περισσότερο;
Η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών αποτελεί ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Και όπως αποδείχθηκε και ζήτημα βιωσιμότητας της χώρας στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Για να μιλήσω ωμά: Κάθε γυναίκα σήμερα προκειμένου να πάρει απόφαση να γίνει μητέρα πρέπει να απαντήσει στα εξής:
• Έχω σταθερή εργασία;
• Μπορώ να εξασφαλίσω σταθερότητα εισοδημάτων;
• Τελικά αν μείνω μόνη θα μπορώ να θρέψω αξιοπρεπώς το παιδί μου;
• Τα εισοδήματα που θα μπορώ να εξασφαλίσω από την δουλειά μου για πόσα παιδιά φτάνουν να μεγαλώσω;
Δεν τολμώ να αρθρώσω τις απαντήσεις της σημερινής Ελληνίδας γιατί θα σας γεμίσω θλίψη.
Αν δεν δώσουμε ως πολιτεία τη δυνατότητα σε αυτή τη Γυναίκα να απαντήσει θετικά στα παραπάνω θεμελιώδη ερωτήματα, τότε ας μην κοροιδευόμαστε.
Τίποτα καλό δεν έχουμε να περιμένουμε για το διαρκώς συρρικνούμενο μέλλον αυτού του τόπου. Το ζήτημα δεν αφορά τις Γυναίκες μας αφορά όλους. Αφορά την Ελλάδα του αύριο”.
Δείτε το σχετικό βίντεο εδώ: