Σε ένα μαγικής ομορφιάς τόπο, που τη λάμψη του σκέπασε η πάχνη της παρατεταμένης ύφεσης και η οικονομική ανέχεια τσακίζει ανθρώπους και επιχειρήσεις, σε ένα περιβάλλον που τα λουκέτα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και οι πελάτες –όσοι ακόμη υπάρχουν– είναι λίγοι, με μικρό πορτοφόλι και δύσπιστοι, υπάρχει, αντέχει και λειτουργεί ένα μικρό γωνιακό μαγαζί. Μικρό, αλλά κουβαλά στην πλάτη του την ιστορία του τόπου.
Μέσα από δυσκολίες, λάθη, παραδοχές, θυσίες και σκληρή δουλειά, το μαγαζί-γωνία βάζει σήμερα τις τελευταίες πινελιές της ανανέωσής του.
Με σύνεση αποφασίστηκε το νέο του προφίλ. Προσγειωμένο, με προϊόντα ποιότητας, απαραίτητα και στον πιο διστακτικό καταναλωτή, που απαντούν στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, σε τιμές προσιτές ακόμη και αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Ο κόσμος, αν και κουρασμένος, απηυδισμένος και υποψιασμένος από τις φαμφάρες και τα φούμαρα που την εποχή των παχιών αγελάδων του πούλαγαν και ασυλλόγιστα αγόραζε, μετανιώνοντας πικρά τα τελευταία χρόνια τις αλλοτινές του επιλογές, έδειξε να ενδιαφέρεται για το εγχείρημα.
Αυτό φάνηκε με την πρώτη ανακοίνωση της ανακαίνισης του καταστήματος που έκανε τον γύρο του τύπου. Σε όλο το διάστημα των εργασιών, περαστικοί, παλιοί αλλά και νέοι επίδοξοι πελάτες, κοντοστέκονταν με ενδιαφέρον, περιέργεια, αδημονία, μπροστά στην κλειστή βιτρίνα του. Σιγά-σιγά τα πηγαδάκια με το σούσουρο έκαναν τη δουλειά τους.
Σήμερα, ημέρα χαράς και εγκαινίων, το μαγαζί-γωνία είναι έτοιμο να ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό. Κάτι τελευταίες ασήμαντες λεπτομέρειες που απέμειναν ολοκληρώνονται εντός 5λέπτου. Έξω ο κόσμος πολύς, τόσο πολύς που κλείνει το δρόμο – έχει μαζευτεί μπροστά από τα κατεβασμένα ρολά του. Στριμώχνεται και περιμένει. Η ώρα περνάει, ο κόσμος αδημονεί. Τα γύρω καταστήματα ανοίξανε.
-Μα τι γίνεται μέσα; Τι κάνουν οι υπεύθυνοι, δεν θα ανοίξουν;
-Τζάμπα κουβαληθήκαμε; -Μας δουλεύουν; – Τι πάνε κι ανακοινώνουν εγκαίνια αν δεν είναι έτοιμοι;
Οι φωνές αρχίζουν και ξεπερνούν τις κόρνες των αυτοκινήτων. Κάποιος ξεγλιστρά από το συνωστισμένο πλήθος, περνάει στο πλάι του μαγαζιού-γωνία κι από μια χαραμάδα που αφήνουν τα ρολά βλέπει τι συμβαίνει στο εσωτερικό του. Στέκεται για λίγο σαστισμένος. Ξανακοιτά. Δεν πιστεύει στα μάτια του!
Επόμενη αντίδραση: Αρχίζει να γελά. Να γελά πνιχτά στην αρχή κι ασυγκράτητα μετά, κρατώντας την κοιλιά του. Οι παραδιπλανοί του, βλέποντας αυτή την εικόνα ταράχτηκαν! Έτσι διπλωμένος στα δύο, και με δάκρυα στα μάτια, έδειχνε να υποφέρει από κάτι ξαφνικό.
– Πάθατε κάτι; -Δεν αισθάνεστε καλά; -Κάντε άκρη, ρε παιδιά, ο άνθρωπος πνίγεται. – Ένα γιατρό, αυτός δεν μπορεί να πάρει ανάσα! ακούγονταν οι φωνές του κόσμου.
H ανησυχία που απλώνεται με ταχύτητα φωτός ξεσήκωσε το πλήθος. Ο φίλος, που λίγο-λίγο συνερχόταν από τα ακατάσχετα γέλια και το στομάχι του γύρισε στη θέση του, ταλαντεύτηκε. Τι να πει; Ότι δεν ήταν κρίση πανικού ή ξαφνική αδιαθεσία αυτό που του συνέβη; Ότι δεν θέλει αυτός γιατρό, αλλά αυτοί που είναι μέσα στο ακόμη κλειστό μαγαζί-γωνία; Ότι έγινε σαν καλλιγραφικό οχτώ από τα γέλια με όσα αντίκρισαν τα μάτια του;
Αποφάσισε να μην πει κουβέντα. Ευχαρίστησε τους γύρω για το ενδιαφέρον, τους βεβαίωσε ότι ήταν καλά κι απομακρύνθηκε αθόρυβα.
Στην παρακάτω γωνία ίσα που πρόλαβε να φτάσει. Ακούμπησε στον τοίχο με ανακούφιση, έφερε στο νου του την εικόνα του κόσμου, μετά την εικόνα από το εσωτερικό του καταστήματος με τους καλοσιδερωμένους υπαλλήλους στη σειρά, και αυτή των υπευθύνων του μαγαζιού-γωνία που μπροστά στην καλογυαλισμένη ολοκαίνουργια ταμειακή μηχανή, με τη δερμάτινη πολυθρόνα να τους χωρίζει, σπρώχνονταν κι έριχναν και μερικές αγκωνιές ποιoς θα πρωτο-κάτσει.
Αυτά σκέφτηκε και ξέσπασε σε απελευθερωμένα, ασυγκράτητα, παρατεταμένα, βροντερά γέλια. Από αυτά που καμιά φορά ξεσπάμε επειδή έχουμε διαβεί τον Ρουβίκωνα της απόγνωσης και δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε…
Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο και εδώ.