Στη συνέχεια, η Χαρά Κεφαλίδου υπογράμμισε ότι το νομοσχέδιο δεν προσφέρει λύσεις στο θεμελιώδες πρόβλημα της ασφάλειας μέσα στο σχολείο, αρκούμενο στην καταγραφή των περιστατικών χωρίς ουσιαστική παρέμβαση για την αντιμετώπιση τους και την πρόληψη τέτοιων φαινομένων, που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Η προσθήκη πλήθους άστοχων διατάξεων, με αιχμή την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αποκαλύπτει την πραγματική προτεραιότητα της ηγεσίας του Υπουργείου, ευπρεπώς καμουφλαρισμένης στο τελευταίο νομοσχέδιο, του Υπουργείου Παιδείας.
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή της, η βουλευτής τόνισε ότι η έστω και ελλειμματική νομοθέτηση στη σωστή κατεύθυνση, είναι προτιμότερη από την απουσία της Πολιτείας και το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, θέλοντας να συμβάλλει ουσιαστικά, κατέθεσε ολοκληρωμένες προτάσεις -πολλές από τις οποίες ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο- βελτιώνοντας ένα νομοθέτημα, που αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του εκφοβισμού.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:
Κυρία Πρόεδρε, κυρίες Υπουργοί, αγαπητοί συνάδελφοι,
Tο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, έρχεται σε ένα δραματικό φινάλε της κυβερνητικής θητείας που σημαδεύεται από την ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη. Με τον πόνο διάχυτο στην κοινωνία, που αποσβολωμένη αντικρίζει τις άμορφες σιδερένιες μάζες του μοιραίου συρμού, αποτέλεσμα της αμέλειας και του παγιωμένου «ωχ αδερφισμού» της επίσημης πολιτείας, ο τίτλος του νομοσχεδίου «Ζούμε αρμονικά μαζί – Σπάμε τη σιωπή» μοιάζει να μας κοροϊδεύει στην παρούσα συγκυρία με τους πενήντα επτά νεκρούς συμπολίτες μας, οι περισσότεροι νέα παιδιά, τα παιδιά μας, που χάθηκαν από την εγκληματική αδιαφορία της ίδιας της πολιτείας.
Δεν είναι μόνο οι οικογένειες των αδικοχαμένων, που η απελπισία έχει γίνει ποταμός θυμού. Είναι σύσσωμη η ελληνική κοινωνία που έχει θυμώσει. Και οφείλει και η Κυβέρνηση να συντονιστεί μαζί της απαιτώντας να πέσει άπλετο φως, να υπάρξει ανάληψη ευθυνών πέρα από μία παραίτηση Υπουργού και τιμωρία.
Δεν περιμένουν οι πολίτες αποδιοπομπαίους τράγους. Περιμένουν όμως και το απαιτούν να δουν συγκεκριμένους ανθρώπους στο σκαμνί της δικαιοσύνης για μία λειτουργία ενός ΟΣΕ, που εν γνώσει του ανεβοκατέβαζε χιλιάδες κόσμου στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη στα τυφλά και μιας ιδιωτικής εταιρείας της Hellenic Train, που επέτρεπε να κινούνται τα τρένα της χωρίς ασφάλεια.
Σε αυτή την εθνική συμφορά θα μετρηθούμε όλοι, Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση, κόμματα, φορείς, δημόσιοι λειτουργοί. Και χρωστάμε έστω και κατόπιν της συμφοράς να μην βγούμε αυτή τη φορά ούτε κοντοί ούτε μικροί. Το κακό έγινε. Και αυτοί οι πενήντα επτά συνάνθρωποί μας δεν γυρίζουν πίσω. Το «Ποτέ ξανά» όμως που επαναλαμβάνουμε όλοι, δεν θα έχει καμία ουσία, αν όλοι εμείς πάμε παρακάτω ανεπίγνωστοι. Η 28η Φεβρουαρίου του 2023 θα μας καθορίζει ως συλλογική ανεπάρκεια και θα φέρνει όλο το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών μας. Και αυτό όχι μόνο για την ποιότητα ζωής των πολιτών, όπως συνηθίζαμε να λέμε, αλλά και για την ίδια την ασφάλεια και τη ζωή των συμπολιτών μας, των αγαπημένων μας, των οικογενειών μας συμπεριλαμβανομένων.
Η ευθύνη δεν είναι ίδια για όλους. Πέρα από τον σταθμάρχη, πέρα από τον επόπτη, την εταιρεία, τον ΟΣΕ, την Hellenic Train, ευθύνη έχει αυτός που κυβερνά, αυτός που καλείται να λογοδοτήσει για τις προτεραιότητες, τις επιλογές και τις παραλείψεις του. Όταν ζητάμε από τον κάθε Έλληνα πολίτη να αναλαμβάνει την ατομική ευθύνη των επιλογών του, οφείλει η ηγεσία πρώτη να αναλαμβάνει με γενναιότητα τη δική της.
Υπάρχει και μια άλλη ευθύνη, αυτή που έχουμε όλοι εμείς εδώ, ο καθένας ξεχωριστά, κάθε φορά που ανεβαίνουμε σε τούτο εδώ το Βήμα για να υπερασπιστούμε ή και για να αντιμαχόμαστε ή όταν αντιμαχόμαστε ένα νομοσχέδιο επιχειρηματολογώντας πολλές φορές με ανακρίβειες και με διαβεβαιώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, χωρίς επίγνωση και συναίσθηση της ευθύνης των αποτελεσμάτων που μπορεί να φέρει στις ζωές των πολιτών.
Σήμερα είναι και μια άλλη μέρα, πολύ σημαντική. Είναι η ημέρα της γυναίκας. Και αυτή η ημέρα δεν μπορεί παρά να είναι αφιερωμένη σε όλες τις γυναίκες που χάθηκαν, στις χαροκαμένες μάνες, στις αδελφές, στις συντρόφους, στις κόρες όλων αυτών που δεν είναι πια μαζί μας. Στεκόμαστε με ταπεινότητα και ντροπή γι’ αυτά που δεν προβλέψαμε, γι’ αυτά που δεν κάναμε ώστε να μπορέσουμε να προλάβουμε το κακό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το νομοσχέδιο που συζητάμε αγγίζει τον πυρήνα της κάθε ελληνικής οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά στις προτεραιότητες της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας είχε την τελευταία θέση, ως επιτυχημένο επιστέγασμα κυβερνητικής θητείας με εκπλήρωση των προεκλογικών στόχων, έστω και ως εργαλείου προεκλογικής καμπάνιας, τη ρύθμιση μιας κατάστασης γενικευμένης, υφέρπουσας ή εμφανούς βίας μεταξύ ανηλίκων, που ευδοκιμεί στα σχολεία μας ανάμεσα στα παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, βίας κάθε είδους όπως σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής που χρειαζόμαστε εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Η αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης επείγει ιδιαίτερα με την επιστροφή σε ρυθμούς νέας κανονικότητας, μετά τα παρατεταμένα lockdown, που επιβλήθηκαν ως μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και λειτούργησαν ως αυξητική δύναμη στη βία και στον εκφοβισμό στο σχολικό περιβάλλον. Οι ήδη προ της πανδημίας αδύναμες σχέσεις εμπιστοσύνης όλων των μερών της σχολικής κοινότητας μεταξύ συμμαθητών, μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών και γονέων, διοίκησης και εκπαιδευτικών, με την επαναφορά της ζωής μας σε ρυθμούς καθημερινότητας έχουν κλονιστεί ακόμη περισσότερο.
Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης – γιατί οι έρευνες δείχνουν ότι ένα στα τρία παιδιά γίνονται θύματα μπούλινγκ (bullying) στο σχολείο – η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης είναι επιδερμική και δεν αντιμετωπίζει το θεμελιώδες πρόβλημα της ασφάλειας μέσα στο σχολείο ανάλογα με τη σοβαρότητα αλλά και με το βάθος του.
Η αυξανόμενη κοινωνική ευαισθητοποίηση δεν είναι καθόλου τυχαία. Αποτυπώνει την ένταση και την έκταση του προβλήματος. Ο σχολικός εκφοβισμός και η τρομακτική έξαρσή του τελικά στερεί από τα παιδιά μας το θεμελιώδες δικαίωμα, αυτό το δικαίωμα στην Εκπαίδευση.
Και όμως στα δέκα περίπου άρθρα, που αφορούν το κύριο θέμα του νομοσχεδίου, έρχεται η Κυβέρνηση και προσθέτει πλήθος άσχετων διατάξεων με αιχμή την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αποκαλύπτοντας την πραγματική προτεραιότητα της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, δηλαδή, εντυπώσεις και διευθετήσεις της τελευταίας στιγμής ευπρεπώς καμουφλαρισμένες μέσα σε ένα νομοσχέδιο, ίσως και το τελευταίο του Υπουργείου Παιδείας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό το νομοσχέδιο ενώ δείχνει να έχει αντιληφθεί την έκταση και το βάθος του προβλήματος του σχολικού εκφοβισμού και μοιάζει να λαμβάνει μέτρα, να παίρνει θέση και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της βίας, στην πραγματικότητα είναι άλλο ένα νομοσχέδιο προθέσεων και επικεφαλίδων. Δεν παρεμβαίνει ουσιαστικά στην υλοποίηση μέτρων που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Οι βασικές μας παρατηρήσεις διατυπώθηκαν και στις επιτροπές, που είχαμε το προηγούμενο διάστημα, και αφορούν κυρίως: 1) Τον περιορισμό των προβλέψεων του νομοσχεδίου στην καταγραφή φαινομένων και περιστατικών βίας χωρίς την αντίστοιχη μέριμνα για την αντιμετώπισή τους. Σε ένα περιβάλλον διάχυτου φόβου των θυμάτων σχολικής βίας που παραμένουν σιωπηλά, είναι σημαντικό να ενθαρρύνεται και να ενισχύεται η καταγγελία από τα ίδια τα θύματα και το κοντινό της περιβάλλον.
Αυτό, όμως, είναι μόνο το πρώτο βήμα, που θα αποδειχθεί τελικά ανώφελο όσο δεν υπάρχουν εχέγγυα έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης και επίλυσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα παραμένουν βουβά. Δεν προχωρούν στη δημοσιοποίηση, ακριβώς γιατί φοβούνται το μετά, αυτό το ζοφερό μετά, τι θα τους συμβεί. Για να έχει αποτέλεσμα, λοιπόν, η προτροπή και η διευκόλυνση δημοσιοποίησης και καταγγελίας, πρέπει να δώσουμε στα θύματα τη σιγουριά ότι η ζωή τους θα επιστρέψει στην κανονικότητά της, ότι το ίδιο το σχολικό περιβάλλον θα τα αγκαλιάσει και θα γίνει ασπίδα προστασίας τους στον φόβο που ζουν.
Οι ομάδες δράσεις που προβλέπονται θα λειτουργούν σε επίπεδο Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, δηλαδή μακριά από τη σχολική μονάδα εκεί που συμβαίνει το πρόβλημα, με αποτέλεσμα φοβόμαστε ότι η αξία της επέμβασής τους όλο και θα μειώνεται και τελικά, θα χαθεί η αποτελεσματικότητά της.
Η σταθερή παρουσία εξειδικευμένων επιστημόνων, ψυχολόγων και συμβούλων, σε επίπεδο σχολικής μονάδας, αν και φαίνεται ότι είναι εντελώς απαραίτητη, παραμένει για μία ακόμα φορά ελλιπής. Η έλλειψη του εξειδικευμένου προσωπικού δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις χρήσιμες μεν, αλλά εντελώς ανεπαρκείς επιμορφώσεις εξπρές των εκπαιδευτικών για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών.
Και όσο και αν η κυρία Υπουργός μας μιλάει για έναν αυξανόμενο αριθμό ειδικών ψυχολόγων μετά από τις προσλήψεις, πρέπει να σας πω ότι ο αριθμός τους παραμένει μικρός, με αποτέλεσμα την αδυναμία άμεσης παρέμβασης σε κάθε περιστατικό στη σχολική μονάδα, λαμβάνοντας υπόψη και τον όγκο των περιστατικών που καλείται κάθε σχολείο να διαχειριστεί. Ξέρετε πολύ καλά ότι αυτός ο αριθμός αυξάνει διαρκώς, αυξάνει εκθετικά.
Τέταρτον, το βάρος της διαχείρισης των πολλών περιστατικών βίας στα σχολεία και την ευθύνη των επιλογών όλων των παρεμβάσεων, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, την επωμίζονται τελικά οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας μεταθέτει άλλη μία φορά την ευθύνη υλοποίησης στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων, χωρίς να τους προσφέρει όμως ούτε τα απαραίτητα εργαλεία.
Πέμπτον, στις βασικές ελλείψεις του νομοσχεδίου επισημαίνουμε την παντελή απουσία δύο εξαιρετικής σημασίας παραγόντων. Δεν γίνεται η όποια προσπάθεια να μην περιλαμβάνει τις μαθητικές κοινότητες και τους γονείς. Η νομοθετική πρωτοβουλία παραβλέπει τον καταλυτικό ρόλο και τη σημασία και την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος στη συμπεριφορά των παιδιών μας. Η επιλογή της μη εμπλοκής τού οικογενειακού περιβάλλοντος σε τέτοιας φύσης περιστατικά όχι ως φόβητρου ή τιμωρού για τα παιδιά μας, αλλά ως ενεργού παράγοντα και η στέρηση της ενεργού συμμετοχής της αποδυναμώνει και καθιστά, τελικά, το όλο εγχείρημα μειωμένης αποτελεσματικότητας αν όχι και ανώφελο.
Με την προτεινόμενη διαδικασία εμπλέκονται θύτης και θύμα, με τη μαθητική κοινότητα να παραμένει ουδέτερη απέναντι σε γεγονότα που την αφορούν άμεσα και επηρεάζουν την καθημερινότητά της, αλλά και την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Μέσω αυτής της αντιμετώπισης από τον νόμο, τι ακριβώς πιστεύετε ότι διδάσκουμε στους αυριανούς πολίτες; Ότι δεν ασχολούμαστε με όσα συμβαίνουν δίπλα μας μέχρι το κακό να έρθει και να χτυπήσει τη δική μας πόρτα; Η ανοχή στη βία οδηγεί στο μιθριδατισμό και τελικά στην αποδοχή της συνενοχής ως να είναι κανονικότητα. Κάπως έτσι, με τέτοιες ελλείψεις, το νομοσχέδιο γίνεται κενό πραγματικού περιεχομένου.
Επίσης, βασική παράλειψη του νομοσχεδίου είναι η αγνόηση της κοινής παραδοχής από όλες τις σχετικές έρευνες, ότι η βία στα σχολεία, σε πολλές περιπτώσεις, είναι εισαγόμενη ή ενισχυόμενη από εξωσχολικούς και από το περιβάλλον της γειτονιάς. Παρ΄ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη.
Εμείς ξέρετε ότι ως ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής συστηματικά κινούμαστε σε κάθε νομοσχέδιο στη λογική τού να καταθέτουμε ολοκληρωμένες προτάσεις. Αυτό κάναμε και αυτή τη φορά και χαιρόμαστε που συμβάλλουμε στη βελτίωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας με την ενσωμάτωση παρατηρήσεών μας -αυτό πιστεύω ότι θα το επιβεβαιώσει και η κυρία Υπουργός και την ευχαριστούμε γι’ αυτό-, όπως για παράδειγμα της διάταξης που συμπεριέλαβε το εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο της διαδικτυακής βίας και απειλής που ανθίζει στις εφηβικές ηλικίες. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο ποσοστό φαινομένων βίας στο σχολείο ξεκινάει από τα κοινωνικά δίκτυα.
Πέρα, όμως, από το κεντρικό θέμα του νομοσχεδίου, οι υπόλοιπες διατάξεις αφορούν άσχετα θέματα. Και εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στο Μέρος Γ, στα άρθρα 17, 18 και 19, όπου προβλέπεται η ίδρυση τριών νέων Κέντρων Έρευνας της Ακαδημίας Αθηνών, χωρίς όμως να έχουμε επαρκή αιτιολόγηση, ποια ανάγκη έρχονται να εξυπηρετήσουν, με βάση ποιον εθνικό ερευνητικό σχεδιασμό συστήνονται, πώς εξασφαλίζεται η αποφυγή αλληλοκαλύψεων με τα υπάρχοντα Ερευνητικά Κέντρα και Ιδρύματα; Υπάρχει οικονομία κλίμακας και συσπείρωση των ερευνητικών δυνατοτήτων μέσα από αυτήν την ίδρυση των τριών νέων Κέντρων; Υπάρχει συντονισμός με τα υπάρχοντα Ερευνητικά Κέντρα ή με τα ΑΕΙ ή με το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας;
Η θετική μας στάση σε κάθε πρωτοβουλία ανάπτυξης της έρευνας νομίζω ότι είναι αποδεδειγμένη. Όμως οφείλουμε να επισημαίνουμε αστοχίες, παραλείψεις και κενά, που ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα, που θα τα βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας. Για παράδειγμα, στο άρθρο 19 συστήνεται το Κέντρο Έρευνας Φυσικών Καταστροφών και Διαχείρισης, όπου εδώ περιλαμβάνεται κάθε φυσική καταστροφή. Δηλαδή έχουμε σεισμούς, τσουνάμι, πλημμύρες, πυρκαγιές. Αυτά, όμως, τα αντικείμενα ξέρετε πολύ καλά ότι καλύπτονται ήδη ερευνητικά από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, που σε συνεργασία με τον ΟΑΣΠ και τους σεισμολογικούς φορείς της χώρας, που είναι σε όλα σχεδόν τα μεγάλα πανεπιστήμια, λειτουργούν και συντονίζουν το Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο, το Εθνικό Δίκτυο Επιταχυνσιογράφων, το Εθνικό Γεωδαιτικό Δίκτυο, το Κέντρο Έγκαιρης Προειδοποίησης για τσουνάμι. Επίσης, υπάρχει μονάδα ΜΕΤΕΟ, υπάρχει το Κέντρο BEYOND, υπάρχει το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ. Όλα αυτά είναι ινστιτούτα που καλύπτουν και μάλιστα με πολύ μεγάλη επάρκεια το αντικείμενο.
Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι γίνεται προσπάθεια να φτιαχτεί ένα νέο ερευνητικό τοπίο, γιατί να μην αφορά νέα επιστημονικά πεδία; Οι προκλήσεις εξάλλου είναι πάρα πολλές και πεδίο δόξης λαμπρό για όποιο νέο επιστημονικό πεδίο αποφασίσει η Ακαδημία Αθηνών να αναπτύξει. Αφού λοιπόν καλύπτονται από τις ήδη ερευνητικές μονάδες, γιατί να μην ενισχυθούν τα υφιστάμενα;
Επιπλέον, το ερευνητικό προσωπικό που θα τα στελεχώσει λέτε ότι θα προέλθει από ανακατανομή του υφιστάμενου ερευνητικού προσωπικού της Ακαδημίας Αθηνών και θα γίνουν προσλήψεις. Και αναρωτιέμαι, υπάρχει τόσο πλεονάζον επιστημονικό προσωπικό, ώστε να μην αποδυναμωθούν τα υφιστάμενα Ερευνητικά Κέντρα; Και αυτές οι νέες προσλήψεις, πόσο θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες λειτουργίας;
Για να ενισχύσουμε, λοιπόν, το ερευνητικό προσωπικό της χώρας μας, καταθέτουμε ως Κίνημα Αλλαγής μια τροπολογία για δεύτερη φορά, που προσπαθούμε μέσα από αυτή να μειώσουμε τις ανισότητες που υπάρχουν (για τους Ερευνητές) με τα υπόλοιπα μέλη ΔΕΠ, με έναν τρόπο που θα τους δώσει τη δυνατότητα αναγνώρισης προϋπηρεσίας, μια που η μισθολογική απομείωση και η θεσμική υποβάθμιση των Ερευνητών μέχρι τώρα, λειτουργεί αποτρεπτικά στο να μπορέσει να είναι κίνητρο προσέλκυσης για νέους ερευνητές, ειδικότερα από το εξωτερικό. Την καταθέτουμε και ελπίζουμε, κυρία Υπουργέ, ότι θα δείξετε αυτή τη φορά μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην τροπολογία την οποία καταθέσαμε.
Περνώντας στο Κεφάλαιο Δεύτερο. Εδώ θέλω λίγο να ασχοληθώ με τα άρθρα που αφορούν στην αξιολόγηση του έργου των διευθυντών, των υποδιευθυντών και των εκπαιδευτών στα δημόσια ΙΕΚ. Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας έχουν επανειλημμένα νομοθετήσει διαδικασίες αξιολόγησης των συντελεστών της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Παρ’ όλα αυτά, οι αντιστάσεις στην καθιέρωση σχετικής κουλτούρας παραμένουν πάρα πολύ ισχυρές.
Καλύτερο σχολείο δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά:
- δυνατότητα μέτρησης του συνολικού έργου της σχολικής μονάδας
- εντοπισμό των αδυναμιών και περιθώρια βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου όλων των συντελεστών που συμμετέχουν σε αυτό που λέμε εκπαιδευτική διαδικασία.
Μέχρι σήμερα στον βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης και του συναγωνισμού ευσήμων της κάθε κυβέρνησης, δεν έχουμε καταφέρει να εφαρμόσουμε:
- ούτε σταθερές επιμορφωτικές δομές αλλά και ούτε
- θεσμούς ευρείας αποδοχής που
- θα καθοδηγούν,
- θα συμβουλεύουν
- θα αξιολογούν το εκπαιδευτικό έργο
με στόχο την βελτίωσή του και την βελτίωση των συντελεστών του.
Κυρία υπουργέ,
Η όποια διαδικασία της απαραίτητης αξιολόγησης για να έχει αποτέλεσμα, οφείλει να περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές της Εκπαίδευσης, από τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα βιβλία έως την σχολική μονάδα και τον εκπαιδευτικό.
Η διαδικασία που φέρνετε δεν πληροί κανένα από τα κριτήρια, τόσο της βασικής μεθοδολογίας αυτοαξιολόγησης δημόσιων οργανισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μιλάω για το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης (Κ.Π.Α.), όσο και της προσαρμοσμένης μεθοδολογίας αυτοαξιολόγησης των εκπαιδευτικών οργανισμών.
Η συλλογική αυτοαξιολόγηση της εκπαιδευτικής μονάδας απουσιάζει παντελώς στο προτεινόμενο σύστημά σας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Στο σύστημα αξιολόγησης του έργου των Διευθυντών, Υποδιευθυντών και Εκπαιδευτών των Δημοσίων ΙΕΚ του Υπ. Παιδείας δεν υπάρχει πρόβλεψη για διαδικασία μέτρων βελτίωσης μέσα από επιμόρφωση ή από άλλα μέσα.
Η πρόβλεψη ακαταλληλότητας για τους Διευθυντές, Υποδιευθυντές και Εκπαιδευτές, δεν βοηθά στην υλοποίηση των αγαθών προθέσεων που εξαγγείλατε, αφού αφήνει εύλογες υπόνοιες στοχοποίησης ενός κλάδου, από τον οποίο εξαρτάται η υλοποίηση όλων αυτών που νομοθετούμε.
Φτιάχνετε έναν νέο σχεδιασμό και δημιουργείτε μια νέα πλατφόρμα αγνοώντας την ήδη υπάρχουσα για την αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων και για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Όπως επίσης, και αυτό εντυπωσιάζει, αγνοείτε όλο τον σχεδιασμό που έχει κάνει το ΙΕΠ, του οποίου το ΥΠΑΙΘ έχει την εποπτεία!
Και κλείνω με το Κεφάλαιο Γ’. Κεφάλαιο στις λοιπές διατάξεις.
Πρόκειται κυρίως για ρυθμίσεις και διευθετήσεις της τελευταίας στιγμής, διορθώσεις της προηγούμενης πρόχειρης νομοθέτησής σας, που σας είχαμε επισημάνει πολλές φορές κατά τη συζήτηση σχετικών νομοσχεδίων.
Έχουμε καταθέσει Τροπολογίες, Ερωτήσεις πάνω σε αυτά τα θέματα. Θα μείνω μόνο στο θέμα της Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας, για να σας πω ότι ουδέποτε απαντήσατε στις Ερωτήσεις που καταθέσαμε και αναγκαστήκατε να προχωρήσετε στην αναδιατύπωση του άρθρου όταν ξεσηκώθηκε η Ακαδημαϊκή Κοινότητα.
Τέλος, όλα τα άρθρα που αφορούν διατάξεις για τα ΑΕΙ είναι αλλαγές αποτέλεσμα της συνολικής αντίθεσης των εμπλεκομένων φορέων αλλά και της δικής σας πρόχειρης νομοθέτησης.
Και κλείνω λέγοντας ότι: με όλες τις αδυναμίες και με όλες τις ελλείψεις που έχει αυτό το Νομοσχέδιο, αφήνει μια παρακαταθήκη για την επόμενη ηγεσία, για την επόμενη κυβέρνηση, που ελπίζω και εύχομαι ότι δεν θα αρκεστεί στην ιχνηλάτηση των περιστατικών αλλά θα τα αντιμετωπίσει κιόλας.
Με τη σκέψη ότι παρά την αποσπασματικότητα, παρά την έλλειψη επαρκούς διαλόγου, παρά τις σοβαρές ελλείψεις του Ν/Σ και με την πεποίθηση ότι μια ελλειμματική νομοθέτηση στη σωστή κατεύθυνση για τη ρύθμιση μιας επείγουσας κατάστασης, είναι προτιμότερη από την απουσία της Πολιτείας.
Και τέλος, σεβόμενοι την σταθερή μας θέση να συμβάλλουμε με σοβαρότητα στον δημόσιο διάλογο και στην ορθή νομοθέτηση, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, σας καταθέσαμε τις προτάσεις μας και ελπίζουμε να δούμε και στο τελικό κείμενο ότι τις έχετε ενσωματώσει.
Για αυτούς τους λόγους, θεωρώντας ότι είναι μόνο ένα συμβολικό δείγμα, μια πρώτη αρχή, ψηφίζουμε το Ν/Σ επί της αρχής, με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις σε συγκεκριμένες διατάξεις.
Σας ευχαριστώ.
Δείτε το σχετικό βίντεο εδώ: