Η Χαρά Κεφαλίδου, βουλευτής Δράμας και υπεύθυνης Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής στην ομιλία της στην Ολομέλεια της Βουλής, σήμερα 13/07/2022, κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» επεσήμανε ότι το σχέδιο νόμου που έφερε η κυβέρνηση αποτελεί το επιστέγασμα μιας αποτυχημένης κυβερνητικής θητείας στο χώρο της εκπαίδευσης.
Το σχέδιο νόμου αλλού κωδικοποιεί υφιστάμενη νομοθεσία, με διατάξεις ήδη υφιστάμενες, άλλου προσθέτει αυτονόητες προσαρμογές για «ξεκάρφωμα», εκείνο όμως που κυρίως κάνει είναι η εισαγωγή ενός νέου οξύμωρου μοντέλου διοίκησης των πανεπιστημίων που ενισχύει την αδιαφάνεια, την έλλειψη λογοδοσίας, τη φαραωνικού τύπου λειτουργία του πρύτανη, και τελικά την ανευθυνότητα των διοικήσεων.
Αυτός είναι ο κορμός του σχεδίου νόμου που δεν τόλμησε η κυβέρνηση να αλλάξει ούτε κατά ένα άρθρο, παρά τη γενική κατακραυγή από πολιτικούς φορείς, ακαδημαϊκούς δασκάλους, φοιτητές και έγκριτους επιστήμονες.
Με το σχέδιο νόμου, το δημόσιο πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό πρόχειρα και μονοσήμαντα ως επιχείρηση, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους του και τη βασική του αποστολή, που είναι να παράγει καταρχήν γνώση, νεωτερικότητα, καινοτομία σε όλα τα επίπεδα των επιστημών και των τεχνών.
Όσον αφορά τις διατάξεις για τον ΔΟΑΤΑΠ, παρά τη δηλούμενη μείωση της γραφειοκρατίας και της αυτόματης αναγνώρισης πτυχίων, πίσω από τον εξωραϊσμό, εκείνο που υπάρχει είναι η προκλητική αναγνώριση των πτυχίων πάσης φύσεως κολλεγίων που δεν έχουν αξιολογηθεί ποτέ.
Η Κυβέρνηση, μετά από τρία χρόνια, με πλήθος διάσπαρτων αποσπασματικών νομοθετημάτων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμη δεν έχει απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα. Η χώρα πόσα πανεπιστήμια και σε πόσους υποψήφιους εισακτέους μπορεί να εξασφαλίσει ποιοτικές σπουδές; Από εκεί ξεκινάς, για να δεις πώς θα πορευτείς, από το τι δυνατότητες έχεις. Αλλιώς κάνεις ασκήσεις επί χάρτου αλά ΣΥΡΙΖΑ, φτιάχνεις σχολές εν μία νυκτί, χωρίς υποδομές, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αξιολόγηση, τυπώνεις πτυχία και πορεύεσαι, μέχρι να ζητήσουν τα ρέστα οι απόφοιτοι που κορόιδεψες.
Δεν υπάρχει μοντέλο σύγχρονου πανεπιστημίου που επιτρέπει ανεξέλεγκτο Πρύτανη αμφισβητούμενης νομιμοποίησης, απόλυτο μονάρχη και ένα Συμβούλιο Διοίκησης ελεγχόμενο υποχείριό του.
Τι τύχη μπορεί να έχει ένα νομοσχέδιο παιδείας ερήμην αυτών που κυρίως αφορά, τους φοιτητές.
Αυτό που χρειάζεται το πανεπιστήμιο εδώ και χρόνια, είναι ένα μοντέλο διοίκησης απλό, σεμνό και χωρίς λαμπερά φώτα διαφήμισης, με λιγότερο κράτος, ανάκτηση της εμπιστοσύνης, που γίνεται μόνο με την εξασφάλιση διαφάνειας, λογοδοσίας και με θεσμικά αντίβαρα ελέγχου.
Η αρμόδια Τομεάρχης Παιδείας Χαρά Κεφαλίδου κατέθεσε στη Βουλή την ολοκληρωμένη πρόταση του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής για την διοίκηση των ΑΕΙ, καλώντας την κυβέρνηση να την υιοθετήσει, αν πιστεύει στις δυνατότητες και προοπτικές που μπορεί να αποκτήσει το ελληνικό πανεπιστήμιο μέσα από την διαδικασία ευρύτερων συναινέσεων.
Κλείνοντας και απευθυνόμενη στην υπουργό σημείωσε ότι «Χρόνο έχετε για αλλαγές στο νομοσχέδιο. Το ερώτημα είναι αν έχετε το θάρρος να διορθώσετε τα λάθη σας, γενναιότητα να σεβαστείτε το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, τόλμη να εμπιστευτείτε το έργο των ελληνικών πανεπιστημίων και τις ικανότητες των ανθρώπων που το υπηρετούν. Αυτό θα το απαντήσετε εσείς κα Κεραμέως».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:
«Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ξεκινήσω με αυτό που διάβασα στη Βικιπαίδεια. Μεταρρύθμιση. Είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού και αφορά το σύνολο των σημαντικών αλλαγών σε έναν τομέα που αποσκοπούν στη λύση προβλημάτων, την εύρυθμη λειτουργία του, την προσαρμογή του σε νέα δεδομένα κλπ. και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το όνομά της το αγάπησαν πολλοί. Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν κάθε κυβέρνηση θεωρεί ηθική της υποχρέωση να φέρει και από μία, τουλάχιστον. Την ουσία της, όμως, ελάχιστοι. Αυτό έδειξε η ίδια η ζωή.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει πολλές θεσμικές παρεμβάσεις. Υποτίθεται όλες για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Πανεπιστημίων, κατά πώς το αντιλαμβάνεται βέβαια κάθε κυβέρνηση. Αυτό δείχνει τρία πράγματα.
Πρώτον, ότι το πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών Πανεπιστημίων είναι και υπαρκτό και αναγνωρισμένο.
Δεύτερον, ότι δεν έχουμε καταφέρει, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις να βρούμε αξιόπιστες λύσεις και τρίτον, ότι πέρα από όσα υποστηρίζουμε όλο το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε χάραξη εθνικής πολιτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η τελευταία ουσιαστικά πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έγινε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα -με τα σωστά της και τα λάθη της, σίγουρα με τομές- ήταν ο ν.4009/2011 από την τότε Υπουργό Παιδείας, την κ. Άννα Διαμαντοπούλου, νόμος που έφερε η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, η Κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Δύο χρόνια διαλόγου, συνέχεια της προσπάθειας της αείμνηστης Μαριέττας Γιαννάκου, ένα ολόκληρο επιτελείο επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, δύο γυναίκες Υπουργοί που ταύτισαν τον πολιτικό τους βίο με τον αγώνα για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού Πανεπιστημίου. Δουλεύτηκε και επεξεργάστηκε, συζητήθηκε και έγινε σημείο τριβής και τελικά αγκαλιάστηκε όσο ελάχιστα νομοθετήματα από διακόσιους πενήντα πέντε Βουλευτές που τον στήριξαν, μεταξύ αυτών και επτά στελέχη της σημερινής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Αυτός ο νόμος, όμως, άρχισε να ξηλώνεται την επόμενη της εφαρμογής του, μπαίνοντας ουσιαστικά στην ουσία του, πρώτα από τη Νέα Δημοκρατία για να ενταφιαστεί από την Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2017. Αυτός ο νόμος, σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα αποτέλεσε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, μέχρι το μεδούλι. Ήταν το σύνολο των σημαντικών αλλαγών που έφερνε, αποσκοπώντας στη λύση των χρόνιων προβλημάτων που κρατάνε σε μια μίζερη μετριότητα το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Είχε μεγάλες καινοτομίες. Εκτός το ότι έβλεπε με διαφορετικό τρόπο το άσυλο, δημιούργησε επιτροπές αξιολόγησης, συμβούλια ιδρύματος, εκλογή πρύτανη από τα μέλη ΔΕΠ και τόσα άλλα.
Αυτή η μεταρρύθμιση με ουσία και νόημα το 2011 έσπαγε κατεστημένα δεκαετιών, κλειστά συστήματα διοίκησης των ΑΕΙ, προσπαθώντας να υποδαυλίσει μια νέα κουλτούρα για την ανώτατη εκπαίδευση. Αυτήν την τομή, δυστυχώς δεν την αντέξατε, ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στις 29 Μαΐου, αυτής της χρονιάς, το 2022, εν μέσω ψιθύρων περί επικείμενων εκλογών τον προσεχή Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έθεσε σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου που συζητάμε σήμερα.
Νόμο-πλαίσιο τον χαρακτήρισε με το εύηχο και ελπιδοφόρο τίτλο «Νέοι ορίζοντες στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενίσχυση ποιότητας, λειτουργικότητας, σύνδεση με την κοινωνία», υπονοώντας μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που οσονούπω έρχεται λίγο πριν τη λήξη της κυβερνητικής θητείας.
Ένα κείμενο ατελείωτο, χίλιες τετρακόσιες περίπου σελίδες, τετρακόσια εξήντα τέσσερα άρθρα-το νούμερο προφανώς θα αυξηθεί-τόμος βαρύς και ασήκωτος δόθηκε για ενημέρωση σχολιασμό και διατύπωση προτάσεων στα πανεπιστήμια, τα πολιτικά κόμματα και τη δημοσιότητα.
Αρχικός χρόνος διαβούλευσης δεκατρείς μέρες, που μοιραία άλλαξε, όταν όλοι οι εμπλεκόμενοι, φίλοι και μη, ξεσηκώθηκαν και αναγκάστηκε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, με συγκατάβαση και μεγαθυμία, να παραχωρήσει μια επιπλέον εβδομάδα διαβούλευσης και με αυτόν τον τρόπο, έδωσε εξετάσεις δημοκρατικής νομιμοποίησης και προήχθη.
Το κείμενο του σχεδίου νόμου που συζητάμε τελικά κατατέθηκε στις 4 Ιουλίου στη Βουλή προς επεξεργασία και περιλαμβάνει σειρά τροποποιήσεων σε σχέση με το αρχικό κείμενο της διαβούλευσης, αποδεικνύοντας ότι η ηγεσία του Υπουργείου είναι παρούσα, χωρίς όμως το θάρρος να αγγίξει τον κορμό της νομοθετικής της πρωτοβουλίας, αυτόν που ξεσήκωσε πέρα από τους συνήθεις επαγγελματίες εξεγερμένους, αντιδράσεις πανεπιστημιακών, πολιτικών φορέων, επιστημόνων, ερευνητών, φοιτητών, ακόμη και αυτών, κυρίως αυτών, που αποδεδειγμένα έχουν αφιερώσει μεγάλο μέρος της επαγγελματικής του ζωής στον σχεδιασμό ενός δημόσιου ποιοτικού πανεπιστημίου, πυλώνα ανάπτυξης στη χώρα, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες των αυριανών επιστημόνων της, άμεσα συνδεδεμένου με την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα.
Το σχέδιο νόμου που φέρατε, επιστέγασμα της κυβερνητικής θητείας στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελείται από πέντε άξονες. Αλλού κωδικοποιεί υφιστάμενη νομοθεσία, αλλού έχει διατάξεις για «ξεκάρφωμα», κυρίως όμως περιλαμβάνει και αφορά την εισαγωγή ενός νέου μοντέλου διοίκησης των πανεπιστημίων που κατοχυρώνει, προσφέροντάς του φυσικά και νομοθετικό μανδύα, την αδιαφάνεια, την έλλειψη λογοδοσίας, τη φαραωνικού τύπου λειτουργία του πρύτανη, την ανευθυνότητα τελικά των διοικήσεων.
Καμία απολύτως σοβαρή αλλαγή δεν θίγει, καμία κατεστημένη εξουσία που υπάρχει αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια, αντίθετα θα σας έλεγα την επιτείνει. Αυτός είναι ο κορμός του σχεδίου νόμου που δεν τολμήσατε να αγγίξετε και να τον αλλάξετε ούτε κατά ένα άρθρο.
Στο πρώτο μέρος έχουμε να κάνουμε με την αναβάθμιση της ποιότητας των ΑΕΙ. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεστε. Έχουμε ρυθμίσεις αυτονόητες που έρχονται με τυμπανοκρουσίες και χρονοκαθυστέρηση δεκαετίας, όπως τα διπλά κοινά πτυχία, η επιλογή μαθημάτων από άλλα τμήματα και σχολές, το ελληνικό Erasmus, δηλαδή η δυνατότητα μετακίνησης σε άλλο ΑΕΙ της χώρας, και κάποιες άλλες, αν και προωθούνται ως νέες ρυθμίσεις, είναι ήδη ισχύουσες: η πρακτική άσκηση και οι επισκέπτες καθηγητές.
Υπάρχουν και ρυθμίσεις εξαιρετικά αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας και ανεξήγητης σκοπιμότητας, όπως τα προγράμματα εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας, τα περίφημα “επτά εξαμήνων”, που κανείς δεν ξέρει τι πτυχία θα δίνονται, με τι επαγγελματικά δικαιώματα και ρυθμίσεις που σηκώνουν συζήτηση, όπως είναι η επιλογή των μελών ΔΕΠ σε σχέση με την αξιοκρατική τους διαδικασία.
Το δεύτερο μέρος έχει να κάνει με την υποτιθέμενη ενίσχυση της λειτουργικότητας των ΑΕΙ. Έχουμε ένα νέο μοντέλο διοίκησης που αντί για τα αυξημένα φίλτρα συλλογικότητας, λογοδοσίας, διαφάνειας και εξωστρέφειας που επικαλείται, στην πραγματικότητα όχι μόνο συντηρεί, αλλά υποθάλπει ένα νομοθετημένο αλισβερίσι συμβιβασμών με την πρόταση ενός απόλυτα οξύμωρου σχήματος.
Επαναφέρει ένα κακέκτυπο συμβουλίων διοίκησης, υποτίθεται με στόχο την εποπτεία και τη στρατηγική για τη χάραξη της μελλοντικής πορείας των ιδρυμάτων. Στην πραγματικότητα αναλαμβάνουν αυτά τα συμβούλια διοίκησης διοικητικές αρμοδιότητες με έναν παντοδύναμο πρύτανη, ο οποίος εκλέγεται από τα έξι εσωτερικά μέλη, συμμετέχει και προεδρεύει κιόλας στο όργανο που υποτίθεται θα ελέγχει, άρα πού καταλήγουμε; Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
Και με αυτό το μοντέλο δικής σας έμπνευσης, που δεν υπάρχει πουθενά σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, θα ευθυγραμμίσετε, λέτε, τη χώρα με τις διεθνείς καλές πρακτικές πανεπιστημίων εξωτερικού και θα φέρετε τα ελληνικά πανεπιστήμια στα σύγχρονα πρότυπα. Θα σας έλεγα να κοιτάξετε λίγο για τα θέματα αυτά το πώς τα σχολιάζει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Εμείς, όπως σας έχω υποσχεθεί και στη διάρκεια των συζητήσεων που έχουν γίνει στις επιτροπές, καταθέτουμε σήμερα τροπολογία, με την οποία καταθέτουμε ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο εμείς αντιλαμβανόμαστε τα συμβούλια ιδρύματος, όχι διοίκησης, και τον ρόλο ενός πρύτανη ο οποίος εκλέγεται απευθείας από τα μέλη ΔΕΠ, για να έχει και όσο το δυνατόν πιο ενισχυμένη νομιμοποίηση. Στη δευτερολογία μου θα κάνω μια πιο αναλυτική επεξήγηση της τροπολογίας αυτής.
Τρίτος άξονας είναι η προώθηση της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία. Ωραίο ακούγεται να έχεις ένα σύγχρονο, ευέλικτο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από τα πανεπιστημιακά εργαστήρια σε πολίτες και φορείς, όπως ωραίο και να υπάρχει η αναβάθμιση του ρόλου των πανεπιστημίων στη δια βίου εκπαίδευση.
Όμως αυτό που ευγενικά και εύηχα αναφέρεται στο σχέδιο νόμου, εμπεριέχει τον κίνδυνο μετατροπής των ΑΕΙ σε πανεπιστήμια-επιχειρήσεις. Ξεκαθαρίζουμε ότι η προώθηση της επιχειρηματικότητας από τα πανεπιστήμια και η διασύνδεσή της με την αγορά δεν είναι κακό, υπό μία όμως βασική προϋπόθεση, ότι περιλαμβάνονται και προβλέπονται με σαφήνεια οι δικλείδες ασφαλείας για τη διατήρηση του ακαδημαϊκού χαρακτήρα του πανεπιστημίου.
Επίσης καλή η επιχειρηματική σύνδεση, όμως δεν είναι μόνο λεφτά και επιχειρήσεις. Τι γίνεται με τις ανθρωπιστικές σπουδές; Τι γίνεται με τις κοινωνικές επιστήμες, με την κοινωνική ανθρωπολογία, τη φιλοσοφική, την ιστορία της τέχνης;
Με το σχέδιο νόμου το δημόσιο πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό πρόχειρα και μονοσήμαντα, σαν μια επιχείρηση ανάμεσα σε τόσες άλλες, που οφείλει μόνο του να βρει τρόπους να επιβιώσει, σε συνθήκες οξύτατου εμπορικού ανταγωνισμού, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους του και τη βασική του αποστολή, που είναι να παράγει καταρχήν γνώση, νεωτερικότητα, καινοτομία, σε όλα τα επίπεδα των επιστημών και των τεχνών και κατόπιν να εξασφαλίζει χρήματα δια μέσου της αγοράς.
Η υποστελέχωση των ελληνικών πανεπιστημίων και η υποχρηματοδότηση είναι δύο έννοιες εφιάλτης που δεν έχουν αφήσει κανέναν Υπουργό Παιδείας να αισθάνεται ότι πατάει γερά στα πόδια του.
Τέταρτος άξονας: απλοποίηση του ΔΟΑΤΑΠ. Προβλέπεται πλέον αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση για συνέχιση σπουδών και απλοποίηση της διαδικασίας αναγνώρισης ακαδημαϊκού τίτλου από το εξωτερικό για εργασία στην Ελλάδα. Αναβάθμιση των υπηρεσιών ως προς τον πολίτη, μείωση της γραφειοκρατίας, ενίσχυση του «brain gain» και στο βάθος, αυτό που δεν λέτε, είναι άμεση αναγνώριση των πτυχίων των κολεγίων.
Πέμπτος άξονας, που δεν υπήρχε στη διαβούλευση και προστέθηκε στο νομοσχέδιο, αφορά θέματα της Εκκλησίας και συγκεκριμένα, διευκρινίζεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της Ιεράς Μητρόπολης Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου και ασχολείται παράλληλα και με άλλα θέματα που έχουν να κάνουν με μια εκκρεμότητα που υπάρχει από το 2018 για τη μισθοδοσία των κληρικών.
Θα κάνω μια πολύ μικρή παρένθεση να πω ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε αυτό το θέμα, υπογράφοντας μια συμφωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος, τα χρήματα θα δίνονταν στο ταμείο αυτό και η διαχείρισή τους όμως θα γινόταν από τις Μητροπόλεις. Ο κ. Τσίπρας τότε έλεγε ότι δέκα χιλιάδες θέσεις παπάδων χάνονται, που θα απολυθούν, όμως θα αντικατασταθούν από δέκα χιλιάδες θέσεις υπαλλήλων.
Αποτέλεσμα: ο απλός παπάς θα γύριζε στην εποχή του 1945, θα ήταν με πολύ μεγάλα προβλήματα σε σχέση με το μισθό του και τα εργασιακά δικαιώματα, γιατί δεν θα υπήρχε η εγγύηση του κράτους. Η Νέα Δημοκρατία εξέφραζε την ικανοποίησή της για το θέμα, εκείνη την εποχή, το ΠΑΣΟΚ ήταν το μόνο που ανέδειξε τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της συμφωνίας και υπερασπίστηκε τον απλό παπά.
Αποτέλεσμα: ερχόμαστε σήμερα, έστω και με καθυστέρηση, να κινηθούμε στη σωστή κατεύθυνση, η οποία δεν είναι ολοκληρωμένη. Το είπαν εξάλλου και στη συζήτηση των φορέων. Έχουμε θέματα και με το συνταξιοδοτικό και με την εκκλησιαστική δικαιοσύνη.
Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καλοί οι άξονες και οι μεγαλειώδεις τίτλοι πονημάτων, με το άγχος πάντα ότι λήγει η κυβερνητική θητεία.
Η Κυβέρνηση, όμως, ανταποκρινόμενη στις δικές της προεκλογικές δεσμεύσεις όφειλε να ξεκινήσει την απόφαση για την εθνική στρατηγική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να ανοίξει δημόσιο διάλογο. Μετά από τρία χρόνια στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, με πλήθος διάσπαρτων αποσπασματικών νομοθετημάτων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμη δεν έχετε απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα. Η χώρα με βάση τις οικονομικές δυνατότητες που έχει, πόσα πανεπιστήμια και πόσους υποψήφιους εισακτέους μπορεί να εξασφαλίσει και να τους εξασφαλίσει ποιοτικές σπουδές; Απάντηση αυτά τα τρία χρόνια της διακυβέρνησής σας δεν έχουμε πάρει. Από εκεί πιστεύουμε εμείς ότι πρέπει να ξεκινάς, για να δεις πώς θα πορευτείς, από το τι δυνατότητες έχεις. Αλλιώς; Αλλιώς κάνεις ασκήσεις επί χάρτου ή τα κάνεις όλα αλά ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή ισοπεδώνεις τα πάντα, φτιάχνεις σχολές εν μία νυκτί, χωρίς υποδομές, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αξιολόγηση τυπώνεις πτυχία και πορεύεσαι, μέχρι να σου ζητήσουν τα ρέστα οι απόφοιτοι που κορόιδεψες.
Παρεμπιπτόντως, είναι δυνατόν να συζητιέται νομοσχέδιο παιδείας χωρίς την παρουσία σε καμία επιτροπή των ανθρώπων για τους οποίους νομοθετούμε, των φοιτητών και της νέας γενιάς; Αυτοί, λοιπόν, αφού καταλάβουν ότι τους κορόιδεψες, εσύ θα τα έχεις μαζέψει, κάποιος άλλος Υπουργός θα έχει πάρει τη θέση σου, ο οποίος -και με το δίκιο του- θα δηλώνει ανεύθυνος για τα πεπραγμένα του προηγούμενου.
Η χώρα μας αυτήν τη στιγμή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και χρήσιμοι, έχει πολύ περισσότερα πανεπιστήμια από αυτά που μπορεί να αντέξει για να εξασφαλίσει τις ποιοτικές σπουδές που χρειαζόμαστε. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν την είπατε και δεν τολμάτε καν να την αγγίξετε τρία χρόνια τώρα. Ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγετε με πολλαπλά κέρδη είναι να στραφεί η συζήτηση αλλού, όπως σήμερα, σε άλλη μια βαθμισμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εξασφαλίζει τη διατήρηση όλων των παραδοσιακών στρεβλώσεων στα πανεπιστήμια. Όσο, όμως, αρνείστε την πραγματικότητα και δεν ανοίγετε αυτήν την επίπονη συζήτηση, κάθε πρωτοβουλία σας θα είναι φορτωμένη με ένα ζωτικό ψεύδος -που έχει κοντά ποδάρια-, καταδικασμένη να αποτύχει, τοποθετώντας τους εμπνευστές της στο παραφορτωμένο ράφι της αχρηστίας.
Μετά από τρία χρόνια επί της ουσίας έχουμε ακόμη πανεπιστήμια σε κατάληψη, υπάρχει η δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας και δεν έχετε καταφέρει ούτε την πανεπιστημιακή αστυνομία να φτιάξετε, που τόσο πολύ την ανεβάσατε, που την ακούμε και δεν βλέπουμε και ήταν και αυτό άλλο ένα πυροτέχνημα στις ειδήσεις και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Άντε και άλλο ένα ξεκαθάρισμα κοινών ποινικών μέσα από το ΑΠΘ. Μέχρι εκεί!
Σήμερα φέρνετε ένα νομοθέτημα χωρίς να έχετε προσδιορίσει το πρόβλημα του τι θέλετε να θεραπεύσετε. Από την τωρινή νομοθετική σας πρωτοβουλία συμπεραίνει κανείς ότι όλο το πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι ο τρόπος διοίκησής τους που ασφαλώς είναι πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο και συμφωνούμε ότι πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι κρίμα, λοιπόν, αυτό το αποτυχημένο μοντέλο να έρχεστε με τις ρυθμίσεις σας να το χαϊδεύετε, να το συντηρείται, αλλά και να το επιτείνετε; Για ποιόν εκσυγχρονισμό των ΑΕΙ μιλάτε, όταν θα υπάρχει ένας ανεξέλεγκτος πρύτανης, αμφισβητούμενης νομιμοποίησης, απόλυτος μονάρχης και ένα συμβούλιο διοίκησης ελεγμένο και ελεγχόμενο υποχείριο του;
Αυτό που χρειάζεται εδώ και χρόνια είναι απλό, σεμνό, χωρίς λαμπερά φώτα διαφήμισης. Και ποιο είναι; Να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Η πολιτεία τη δική της, το πανεπιστήμιο τη δική του δουλειά. Και τι πρέπει να κάνει η πολιτεία; Να είναι έτοιμη να βρει το θάρρος, τη γενναιότητα, να εγκαλέσει τον πρώτο πρύτανη με παράβαση καθήκοντος όταν αυτός συνεχίζει αμέριμνος τη συνήθη ρουτίνα του, ενώ δίπλα του γίνονται εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα, αν πραγματικά θέλουμε πανεπιστήμια, είναι λιγότερο κράτος, ανάκτηση της εμπιστοσύνης που γίνεται μόνο με την εξασφάλιση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και με θεσμικά αντίβαρα ελέγχου για όλους όσους ασκούν εξουσία. Δεν νοείται σύγχρονο πανεπιστήμιο χωρίς θεσμικό πλαίσιο που να ενισχύει το αυτοδιοίκητο των ελληνικών ΑΕΙ αντικαθιστώντας τον παραδοσιακό ελεγκτικό ρόλο του κράτους.
Στο ερώτημα, λοιπόν, «τι κάνουμε» αφού συμφωνούμε ότι η διοίκηση είναι εξαιρετικά σημαντικός πυλώνας για την πορεία του πανεπιστημίου, γιατί διαπερνά και διαποτίζει όλες τις δράσεις του, η απάντηση είναι: «Δεν φέρνουμε νομοθέτημα σαν αυτό που έχετε φέρει προς ψήφιση».
Κοιτάξτε λίγο την τροπολογία μας, προσπαθήστε να δείτε τα σημεία τα οποία αναδεικνύουμε και θα δείτε ότι το μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων πρέπει να είναι μεταρρυθμιστικό, αλλά και σταθερό, να ξεπερνά τα παραδοσιακά εμπόδια, αλλά ταυτόχρονα να συνοδεύεται από θεσμικά αντίβαρα, διαδικασίες ελέγχου, λογοδοσίας και διαφάνειας. Δεν μπορεί να υιοθετηθεί ένα μοντέλο με υπερεξουσίες χωρίς καμία εποπτεία, χωρίς απαίτηση διαφάνειας, χωρίς λογοδοσία, χωρίς ευρεία συλλογικότητα για να υπάρχει νομιμοποίησή του.
Θέλω να κλείσω -γιατί βλέπω ότι ο χρόνος τελειώνει- λέγοντας ότι τα πανεπιστήμια δεν χρειάζονται αυτήν την υπερύθμιση των χιλίων τετρακοσίων σελίδων. Χρειάζονται εμπιστοσύνη, κανόνες, χρειάζονται λογοδοσία και σύστημα αυτοελέγχου για όσους ασκούν διοίκηση. Όλα τα υπόλοιπα, τα ιδρύματα θα πρέπει να τα αποφασίζουν τα ίδια μέσα από τους οργανισμούς και τους εσωτερικούς κανονισμούς τους και φυσικά μέσα από τα ακαδημαϊκά τους όργανα. Αυτά θα χαράξουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία που θέλουν και που πρέπει να έχουν.
Αν αυτό που φέρνετε προς ψήφιση σήμερα, κυρία Υπουργέ, είναι προϊόν πίεσης χρόνου, μετά τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού, θεωρώ ότι χρόνο έχετε. Θάρρος να διορθώσετε τα λάθη σας, γενναιότητα να σεβαστείτε το συνταγματικό κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, τόλμη να εμπιστευτείτε το έργο των ελληνικών πανεπιστημίων και τις ικανότητες των ανθρώπων που τα υπηρετούν, έχετε; Την απάντηση την περιμένουμε από εσάς, κυρία Υπουργέ. Εμείς είμαστε εδώ και περιμένουμε να ακούσουμε.
Είναι πλεονασμός, όμως, να σας πω ότι όπως έχετε καταλάβει και από όλες τις μέχρι τώρα προτάσεις μας είναι ένα νομοθέτημα το οποίο δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να υπερψηφίσουμε. Γι’ αυτό και το καταψηφίζουμε, θεωρώντας ότι υπάρχει ακόμη χρόνος να ενσωματώσετε κάποιες από τις αλλαγές που προτείνουμε.
Ευχαριστώ».
Δείτε το σχετικό βίντεο: