Καλό μεσημέρι,
Ευχαριστώ για την πρόσκληση στην 98η Σύνοδο Πρυτάνεων και να ευχηθώ και ουσιαστικό διάλογο.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην Πανδημία.
Με τους αριθμούς των απωλειών σε ανθρώπινες ζωές να αυξάνουν (130 θάνατοι), που όμως έπαψαν να μας τρομάζουν, όχι φυσικά γιατί πάμε καλά, το ΕΣΥ που παλεύει να κρατηθεί όρθιο με διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, με νέους ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους από την αδυναμία έγκαιρης αντιμετώπισης από τα νοσοκομεία της περιφέρειας, δεν νοείται να υπάρχει κλίμα εφησυχασμού και επιστροφής στην κανονικότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν διαβάζουμε σωστά τα σημεία των καιρών.
Εμείς έχουμε προτείνει να αξιοποιηθεί η τηλεκπαίδευση σε συνδυασμό με την δια ζώσης διδασκαλία. Πρόσφατα υπήρξε Υπουργική διαταγή για αποκλειστικά δια ζώσης μαθήματα στα ΑΕΙ! Να μη μιλήσω για το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ που πάει περίπατο;
Από την άλλη, ο καθηγητής του ΑΠΘ, κος Σαρηγιάννης χτυπά «Καμπανάκι» για υβριδική λειτουργία, τηλεργασία και τηλεκπαίδευση μετά τα μέσα Ιανουαρίου. «Αν επικρατήσει η Όμικρον στη χώρα, είναι σημαντικό να μπορούμε να γυρίσουμε από τη μια μέρα στην άλλη, τα πανεπιστήμια σε υβριδική λειτουργία. Στα σχολεία το να πάνε σε τηλεκπαίδευση, αν κάνει έξαρση κρουσμάτων η Όμικρον, θα είναι απαραίτητο, διότι τα παιδιά θα λειτουργήσουν ως Δούρειοι Ίπποι» και ίσως αποτελέσει το μοναδικό αμυντικό όπλο κατά της νέας παραλλαγής. Να είμαστε έτοιμοι να λειτουργήσουμε διαφορετικά».
Το δικό μου ερώτημα είναι, είμαστε έτοιμοι να περάσουμε άμεσα στην τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση στα τέλη Ιανουαρίου;
Μία εβδομάδα καθυστέρησης μπορεί να είναι κρίσιμη και ο ιός να ξεφύγει. Η προετοιμασία επιβάλλεται να γίνει τώρα που έχουμε αποκλιμάκωση. Στην Όμικρον δεν τίθεται μάλλον θέμα περισσότερων ΜΕΘ η εφαρμογή τρόπων μείωσης της υπερμεταδοτικότητας. Η Ελλάδα έχει γηρασμένο πληθυσμό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό», καταλήγει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Γνωρίζετε ότι αυτές τις μέρες συζητάμε στην Βουλή τον Π/Υ του 2022. Θα ήθελα σας ζητήσω να σχολιάσετε κατά πόσο ο φετινός Π/Υ μπορεί να ανταποκριθεί των στα νέα δεδομένα που θέτει η πανδημία. Kαλύπτει τις ανάγκες Των ΑΕΙ όταν η χρηματοδότησή τους είναι και τα ΑΕΙ 1 δις 400 εκ. (Α’ Βάθμια και Β’ Βάθμια λαμβάνουν 4 δις 149 εκ.)
Επιτρέψτε μου όμως να συνεχίσω λίγο ανορθόδοξα. Στις μέχρι σήμερα συναντήσεις μας στις Συνόδους Πρυτάνεων καλούνται τα κόμματα να τοποθετηθούν επι ανακοινώσεων που γίνονται από το Υπ. Παιδείας.
Η Υπουργός ενημερώνει την επόμενη μέρα.
Αντί λοιπόν να γίνονται συζητήσεις πάνω σε κάθε ιδέα -σκέψη-πρωτοβουλία- ανακοίνωση, δεν θα ήταν πιο αποτελεσματικό να γίνεται μια ολοκληρωμένη συζήτηση όλων των αρμόδιων φορέων, που θα έχει συγκεκριμένο στόχο, θα παρουσιάζει τον τρόπο υλοποίησης και τα μέσα, και έτσι μπορεί να εισαχθεί σε δημόσιο διάλογο, όπου θα προκύπτει και ένας οδικός χάρτης για το που πάμε;
Εδώ έχουμε ένα φαύλο κύκλο όπου κάθε φορά έχουμε ανακοινώσεις επί ανακοινώσεων και εκεί εξαντλούμαστε. Μετά την ανακοίνωση δεν υπάρχει τίποτα.
Η τακτική του Υπουργείου είναι να βομβαρδίζει με σωρεία πρωτοβουλιών που προτίθεται να πάρει σε άσχετα θέματα.
Κάποιους μήνες μετά επανέρχεται πάλι η πρώτη ανακοίνωση σε μια νέα έκδοση και εκεί εξαντλείται η πολιτική στην Παιδεία για τα ΑΕΙ.
Αυτό ούτε διάλογος θεωρείται ούτε διεξοδικός είναι πόσο μάλλον που δεν καταλήγει κάπου, σε κάποιο συμπέρασμα.
Έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια και θα έπρεπε να έχουν αλλάξει πολλά και να υλοποιηθούν νομοθετήματα που ψηφίστηκαν. Πέρα από τις συνεργασίες με τα ξένα πανεπιστήμια που πάρα πολύ καλές είναι, δεν έχουμε δει αποτελέσματα σ’ αυτά.
Και εν πάση περιπτώσει δεν μπορείς να φτιάχνεις μόνο αυτό και να μην ασχολείσαι με τα ουσιώδη στο δημόσιο πανεπιστήμιο το οποίο έχει απαξιωθεί πλήρως.
Δείτε πχ. το θέμα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας
Ούτε φύλαξη, ούτε Αστυνομία. Τόσες βιαιοπραγίες έχουν γίνει, είχαμε κάποιο αποτέλεσμα;; Νομοθετούμε για να νομοθετούμε.
Το Μέτρο είχε ξεσηκώσει θύελλα συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για το πόσο μεταρρυθμιστικό έργο είναι και έμεινε στα συρτάρια.
Δεν γνωρίζω πόσα ΑΕΙ έχουν προχωρήσει τα σχέδια ασφαλείας, που περιλαμβάνουν και την εγκατάσταση καμερών και μπάρες στην είσοδο.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ ήταν αποδεκτή και από τις Πρυτανικές Αρχές και πιστεύω ότι θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα. Προφανώς για να προχωρήσει αυτή η απόφαση χρειάζονται μελέτες και κονδύλια.
Τώρα έχουμε μείνει χωρίς υλοποίηση των όσων εξαγγέλθηκαν υπό τον φόβο των φοιτητικών παρατάξεων που αντιτίθενται.
Εδώ δεν υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό και για τις ίδιες της πρυτανικές αρχές που θα πρέπει να αναλάβουνε δράση;
Τελευταία παρακολουθώ τα δημοσιεύματα για τα Συμβούλια Διοίκησης, την αξιολόγηση ως βασικός κριτήριο αναδιοργάνωσης και χρηματοδότησης των ΑΕΙ, τον τρόπο εκλογής καθηγητών, τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων στα ΑΕΙ κτλ.
Τις προθέσεις του Υπουργείου θα τις μαθαίνουμε από τις εφημερίδες όσο έγκριτες και να είναι;
Δεν θεωρείται ότι πρέπει να μας απασχολήσει στην σημερινή μας συζήτηση;
Δεν θα έπρεπε να προηγείται η παρουσίαση, ο διάλογος η σύνθεση των απόψεων και μετά να γίνονται οι ανακοινώσεις;
Και όταν θα πρέπει να μιλήσεις για ένα θέμα της αρμοδιότητάς σου, δεν είναι αυτονόητο ότι ο πρώτος που θα πρέπει να απευθυνθείς να το ανακοινώσεις είναι αυτός ο οποίος θα κληθεί να το υλοποιήσει;
Τι λογική είναι αυτή να είμαστε οι τελευταίοι και να το μαθαίνουμε από τις φυλλάδες;
Επιπλέον ακούμε για πολιτικές που έχουμε ακούσει και στο παρελθόν, τα έχουμε νομοθετήσει και δεν έγινε τίποτα.
Γιατί να μην γίνει μία μεγάλη συζήτηση, με καινοφανείς, καινούργιες ιδέες, και γυρίζουμε συνεχώς σε προτάσεις που νομοθετήθηκαν πριν 10 χρόνια.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα στα ΑΕΙ, στην κοινωνία, στην αγορά εργασίας, στις προκλήσεις του μέλλοντος;
Στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής πιστεύουμε ότι ο μόνος δρόμος για να μην κάνουμε αυτό που κάνουμε συνήθως, και αν εννοούμε πράγματι, ότι θέλουμε ποιοτική αναβάθμιση στην παρεχόμενη Δημόσια & Ιδιωτική Εκπαίδευση, οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο και να διαβάζουμε τα νέα δεδομένα της εποχής κατανοώντας την.
Με δυο λόγια, απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός του εκπαιδευτικού συστήματος που οδηγεί σε πολίτες με εξελισσόμενες δυνατότητες επιλογών, γνώσεις και δεξιότητες ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας όχι της σημερινής αλλά κυρίως σε αυτή που θα διαμορφωθεί μετά από 10-20 χρόνια και θα δώσει μια ενδιαφέρουσα, αξιοπρεπή και επικερδή εργασία που θα ικανοποιεί πρώτα τους ίδιους και τις προσδοκίες τους και ταυτόχρονα τις ανάγκες της αγοράς.
Κανείς δε λέει ότι είναι εύκολο. Η εξίσωση είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική.
Κοινή διαπίστωση όλων είναι ότι η εκπαιδευτική μας ικανότητα, βρίσκεται σε σοβαρή απόσταση από τις τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές. Με αποτέλεσμα την αδυναμία της ίδιας της κοινωνίας να ανταποκριθεί με επάρκεια στις αλλαγές που ήδη συμβαίνουν.
Έτσι δημιουργούνται τεράστια κενά προσαρμογής, εντείνοντας την ανησυχία των πολιτών για το μέλλον που φτάνει στα όρια της παραλυτικής αγωνίας.
Η απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα, ξεκινά μέσα από τις αναγκαίες αλλαγές στην παραδοσιακή εκπαιδευτική διαδικασία που ξεκινά από την υιοθέτηση πολιτικών που κινούνται σταθερά στην κατεύθυνση της μείωσης της απόστασης μεταξύ τεχνολογικής επανάστασης και αφομοίωσής της από την κοινωνία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός των ΑΕΙ είναι η παραγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Η εξυπηρέτηση της αγοράς και του επιχειρηματικού κλάδου έρχεται ως αποτέλεσμα αυτής της επιστημονικής γνώσης. Στα Ελληνικά ΑΕΙ παράγεται γνώση σε πολύ υψηλό επίπεδο. Αυτό αποδεικνύεται:
-τόσο από τις διεθνείς εκθέσεις, όπου οι Έλληνες επιστήμονες παράγουν, ανάλογα με τον πληθυσμό της χώρας και τη χρηματοδότηση, πολύ περισσότερα επιστημονικά άρθρα από ότι άλλοι Ευρωπαίοι όπως π.χ. Γάλλοι και Γερμανοί,
-όσο και από διεθνείς διαγωνισμούς αριστείας & καινοτομίας, σε Ελληνικά ΑΕΙ, όπου Έλληνες φοιτητές κατακτούν τις πρώτες θέσεις. Πρόσφατο παράδειγμα, η πρωτοποριακή συσκευή γρήγορης ανίχνευσης του κορωνοϊού από ομάδα του Γεωπονικού πανεπιστημίου που κατέκτησε το 2ο παγκόσμιο βραβείο καινοτομίας.
Ο βασικότερος μοχλός ανάπτυξής των ΑΕΙ είναι η επαρκής χρηματοδότησή τους που αποτελεί πάγιο αίτημα του συνόλου της κοινωνίας. Στον φετινό Π/Υ τα ΑΕΙ χρηματοδοτούνται με 1 δις 400 εκ.
Η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ με την αξιολόγηση είναι στην κατεύθυνση της ορθολογικής διαχείρισης των προβλεπόμενων κονδυλίων.
Από την άλλη, η ευνομούμενη Πολιτεία οφείλει να λειτουργεί με κανόνες, διαφάνεια, αξιολόγηση και λογοδοσία. Είναι ο ελάχιστος σεβασμός στα χρήματα των Ελλήνων πολιτών που δεν περισσεύουν.
Η εύρεση πρόσθετων πόρων χρηματοδότησης και κυρίως η παραγωγή πλούτου από τα ίδια τα Πανεπιστήμια με τη διεύρυνση των δυνατοτήτων απόκτησης πόρων αποτελεί κοινή λογική για την ανάπτυξη των ΑΕΙ.
Η ανάπτυξη, βέβαια, πρωτίστως εκτός από πόρους προϋποθέτει και την οριστική εξομάλυνση των παθογενειών της γραφειοκρατίας. Οι διαδικασίες, όμως, παραμένουν σήμερα δαιδαλώδεις, παράλογες, αντιφατικές. Δεν αρκεί η ψηφιοποίηση αλλά η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Σήμερα έχουμε καταφέρει να ψηφιοποιούμαι την γραφειοκρατία. (παράδειγμα οι ΕΛΚΕ)
Σύνδεση ΑΕΙ με Αγορά Εργασίας
Το Πανεπιστήμιο δεν είναι και δεν πρέπει να λειτουργεί ως επιχείρηση. Είναι όμως και πρέπει να λειτουργεί ως δεξαμενή τροφοδότησης και κινητοποίησης των επιχειρήσεων προκειμένου να εξελιχτούν, και να γίνουν ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον.
Ταυτόχρονα, οφείλει όχι μόνο να ακολουθεί και να εναρμονίζεται με τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αλλά και να είναι ο μπροστάρης της ανάπτυξης του τόπου.
Κύριος στόχος είναι η αξιοποίηση της παραγόμενης γνώσης από όλους τους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας ώστε να παραχθεί καινοτομία χρήσιμη στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα με τους φορείς να συνδράμουν τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κυρίως με την συνεργασία τους σε δημιουργία ευκαιριών πραγματικής και αξιοπρεπούς αμειβόμενης απασχόλησης (και το τονίζω αυτό γιατί τέτοια κουλτούρα δεν έχει η χώρα μας) και αξιόλογων θέσεων εργασίας.
Επιτρέψτε μου να θέσω το θέμα της ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ
Aπό τους μεν φοιτητές εκλαμβάνεται και τα πανεπιστήμια ως μια επιπλέον υποχρέωση- σκοτούρα για τη λήψη του πτυχίου (όπου είναι αυτή απαραίτητη) από τις επιχειρήσεις κυρίως ως ο εύκολος τρόπος εξασφάλισης δωρεάν υπαλλήλων για τους οποίους επιφυλάσσουν ως επί το πλείστον άσχετες με το αντικείμενο σπουδών τους βοηθητικές εργασίες, από παρασκευή καφέδων έως ξεσκόνισμα των γραφείων και εξωτερικές εργασίες κλητήρα με έπαθλο στο τέλος της τρίμηνης ή εξάμηνης πρακτικής ένα χαρτί που σπανιότατα αποτυπώνει τα επιστημονικά εφόδια (ποια εφόδια) που απέκτησε ο νέος /νέα επιστήμονας. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις από τον κανόνα.
Χρειαζόμαστε ρεαλιστικές προτάσεις που θα μπορέσουν να αλλάξουν αυτή τη στρεβλή νοοτροπία και να βοηθήσουν την διάχυση μιας κουλτούρας ουσιαστικής πρακτικής που χτίζει εξειδικευμένα, επαρκώς κατηρτισμένα στελέχη από αυτά που έχουν οι ίδιες οι ελληνικές επιχειρήσεις ανάγκη. Προφανώς θα ήταν χρήσιμο να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και οι ίδιοι φορείς του επιχειρηματικού κλάδου για την θεσμοθέτηση της πραγματικής εκπαίδευσης των νέων επιστημόνων στη βάση ξεκάθαρων κανόνων και στόχων.
Στο εξωτερικό η πρακτική είναι ισχυρός θεσμός, έχει σταθερή αξιοπρεπή αμοιβή, δίνει πραγματικές γνώσεις και εξειδίκευση του εκπαιδευόμενου, δίνει ευκαιρίες και διευκολύνει την συνέχιση των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο στον εκπαιδευόμενο και κυρίως είναι η κατεξοχήν μέθοδος όπου χτίζουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις τα αυριανά τους άξια στελέχη.
Τελικά αυτό που χρειάζεται η χώρα μας είναι ένα κύμα νέας κουλτούρας που ξεκινά από την επίσημη πολιτεία, (άρα και από εμάς εδώ), για το ρόλο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και του κόσμου των επιχειρήσεων και το χρέος όλων προς το κοινωνικό σύνολο προς χάριν και υπηρέτηση του οποίου υπάρχουμε.
Εάν μας ενδιαφέρει ο εκσυγχρονισμός της εκπαιδευτικής διαδρομής της χώρας, τότε πριν φτάσουμε στην ώρα των αποφάσεων και πριν αρχίσουμε να μιλάμε για μέτρα, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε ένα minimum εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης τουλάχιστον σε ότι αφορά τα αδρά χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας.
Με αυτή την καθαρή ματιά, ειλικρίνεια και σαφήνεια να αναγνωρίσουμε τα πρόβληματα που υποσκάπτουν την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας και να αποφασίσουμε το όραμα για την εκπαίδευση που παρέχει η ελληνική πολιτεία.
Έστω και μέσα από διαφωνίες, ιδεολογικούς περιορισμούς, οφείλουμε να βρούμε έναν Κοινό Τόπο, τουλάχιστον στα βασικά. Μόνο τότε κάθε πολιτική απόφαση και κάθε πρωτοβουλία θα σχεδιάζεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί τον σαφή και συμφωνημένο σκοπό”.