Ομιλία της Χαράς Κεφαλίδου, βουλευτού Δράμας και Τομεάρχου Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής κατά τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, με θέμα ημερήσιας διάταξης: τη συζήτηση και ενημέρωση των μελών της Επιτροπής με θέμα «Το Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην εποχή των Εκθετικών Τεχνολογικών Αλλαγών».
Η εν λόγω συνεδρίαση εντάσσεται σε σειρά συνεδριάσεων της Επιτροπής με την ίδια θεματική και αποσκοπεί στην ανάδειξη των ζητημάτων τα οποία έχουν λειτουργήσει ως τροχοπέδη κατά τις πρώτες προσπάθειες διασύνδεσης των Πανεπιστημίων με την οικονομία, την καταγραφή προτεινόμενων λύσεων για την ενιαία και αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, καθώς και την υποβολή προτάσεων για την επίτευξη του μέγιστου βαθμού διασύνδεσης των Πανεπιστημίων με την οικονομία, τη βιομηχανία και την αγορά εργασίας και την προσαρμογή τους στις εξελίξεις της σημερινής εποχής των Εκθετικών Τεχνολογικών Αλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό θα προσκληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής για να καταθέσουν τις απόψεις τους, εκπρόσωποι θεσμικών φορέων της ανώτατης εκπαίδευσης, του επιχειρηματικού κόσμου, της επαγγελματικής και επιστημονικής κοινότητας.
Στην τρίτη συνεδρίαση της Επιτροπής έχουν προσκληθεί ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Άγγελος Συρίγος και ο Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Καινοτομίας, κ. Αθανάσιος Κυριαζής.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:
“Ευχαριστώ, κ. Πρόεδρε. Είναι χαρά μας σήμερα να έχουμε το συνδυασμό Υπουργείου Παιδείας και Υπουργείου Ανάπτυξης στην Επιτροπή μας. Είναι η τρίτη συνεδρίαση της Επιτροπής και το θέμα έχει εξαιρετικά σημαντική σημασία, γιατί αφορά το άμεσο μέλλον της χώρας μας.
Τα προβλήματα, λοιπόν, που αντιμετωπίζει το Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην προσπάθεια του να διασυνδεθεί με την οικονομία και την αγορά εργασίας σε μία εποχή τεκτονικών αλλαγών, τεχνολογικών και κοινωνικών. Η κοινή διαπίστωση όλων είναι ότι η εκπαιδευτική μας ικανότητα ως προς τη μετουσίωση της σε καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης, όχι μόνο στην Ελλάδα, βρίσκεται σε σοβαρή απόσταση από τις τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν.
Αποτέλεσμα είναι να έχουμε αδυναμία της ίδιας της κοινωνίας να ανταποκριθεί με επάρκεια στις αλλαγές που ήδη συμβαίνουν γύρω μας, ήδη τις ζούμε.
Έτσι δημιουργούνται τεράστια κενά προσαρμογής, εντείνοντας την ανησυχία των πολιτών για το μέλλον, που πολλές φορές φτάνει και στα όρια της παραλυτικής αγωνίας.
Η απάντηση, λοιπόν, σε αυτήν την πραγματικότητα, ξεκινά μέσα από τις αναγκαίες αλλαγές στην παραδοσιακή εκπαιδευτική διαδικασία, που με τη σειρά της, ξεκινά από την υιοθέτηση πολιτικών που σταθερά κινούνται στην κατεύθυνση της μείωσης αυτής της απόστασης, μεταξύ, της τεχνολογικής επανάστασης και της αφομοίωσής της από την κοινωνία.
Τονίστηκε και από τις έρευνες του ΟΟΣΑ -και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ισχύει,- ότι τελικά η παραγόμενη επιστημονική έρευνα, δεν έχει απήχηση στην περιφερειακή καινοτομία, κυρίως, γιατί τα ίδια τα κράτη και στη χώρα μας αυτό είναι πολύ πιο έντονα, αδυνατούν να προσφέρουν εργαλεία και ευκαιρίες μετασχηματισμού της γνώσης σε καινοτομία, πράγμα που θα ήταν προς όφελος της οικονομίας και τελικά των ίδιων των τοπικών κοινωνιών.
Συνεπώς, η σημερινή συζήτηση, όπως και αυτές που προηγήθηκαν, θα είχε προστιθέμενη αξία, κυρίως ως ένας μηχανισμός παρακινητικός, δηλαδή ως ένας παράγοντας που θα δώσει μία ώθηση στην καθολική αναγνώριση του μεγέθους του προβλήματος και της προσπάθειας που πρέπει να γίνει για μία ουσιαστική αρχή, ώστε να εμπεδωθεί πρώτα από την ίδια την πολιτεία, η ανάγκη διασύνδεσης γνώσης και έρευνας, σε ότι αφορά την δυνατότητα που έχει, να αλλάξει, να διαφοροποιήσει, την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας.
Και για να είμαστε συγκεκριμένοι: Ο κύριος στόχος, είναι η αξιοποίηση της παραγόμενης γνώσης από όλους τους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ώστε να παραχθεί καινοτομία, χρήσιμη, τόσο για την οικονομία όσο και για την επιχειρηματικότητα, με τους φορείς να συνδράμουν οι ίδιοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κυρίως με τη συνεργασία τους σε δημιουργία ευκαιριών πραγματικής και αξιοπρεπούς αμειβόμενης απασχόλησης. Και το τονίζω αυτό, γιατί τέτοια κουλτούρα δεν υπάρχει στη χώρα μας, αλλά, όχι μόνο απασχόλησης, αλλά και δημιουργίας αξιόλογων θέσεων εργασίας.
Κυρίες και κύριοι, η υιοθετημένη παραδοσιακή τακτική από τα Α.Ε.Ι. των μέχρι σήμερα που έχουμε δει, είναι αυτή των ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων και αποτελεί κατά κύριο λόγο, τον τρόπο επένδυσης στην έρευνα, που μέχρι σήμερα, όμως, δεν έχει καταφέρει να φτιάξει ένα δίκτυο διασύνδεσης με τις σύγχρονες ανάγκες καινοτομίας, τόσο στην οικονομία όσο και στην αγορά εργασίας.
Εμείς τι κάνουμε;
Συνεχίζουμε να δουλεύουμε πράγματι παράγοντας πολύ μεγάλη έρευνα, η οποία είναι απομονωμένη από κάθε τομέα, είναι περίκλειστη και απευθύνεται σ’ ένα πολύ στενό περιβάλλον. Σε μία εποχή που λέμε ότι είναι η εποχή του ψηφιακού μετασχηματισμού και της δημιουργίας δικτύων, είναι απαραίτητη η συνεργασία, εμείς αρνούμαστε πεισματικά την κάθε διασύνδεση. Αντί να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα μέλλον σταθερής συνεργασίας, μεταξύ ανώτατης εκπαίδευσης, πολιτικών καινοτομίας και περιφερειακής ανάπτυξης, συνεχίζουμε σ’ έναν κόσμο διασύνδεσης, να λειτουργούμε απολύτως απομονωμένα.
Το είπα και την πρώτη φορά που μίλησα σ’ αυτές τις σειρές των συνεδριάσεων, ότι η παρούσα Επιτροπή, μου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Μου δημιουργεί συναισθήματα θλίψης από τις διαπιστώσεις που κάνουμε, αγωνίας σε ότι αφορά την ετοιμότητά μας να αλλάξουμε μια πραγματικότητα που δυστυχώς είναι απογοητευτική, αλλά και ελπίδας -θα σας έλεγα- ότι αυτή η συζήτηση που ξεκινά από αυτή εδώ την Επιτροπή, γιατί είμαστε στη Βουλή, είμαστε το νομοθετικό σώμα του ελληνικού Κοινοβουλίου, μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα, με τις δράσεις μας και με τις προτεραιότητές μας να δώσουμε ένα εναρκτήριο λάκτισμα στη μετάβαση στη νέα εποχή, που θα συνδέσει επιτέλους την επιστημονική γνώση, την έρευνα και τα επιτεύγματα που αυτή παράγει, με την οικονομία και τις ανάγκες της αγοράς και εντέλει της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών.
Μέχρι σήμερα ότι έχουμε κάνει ήταν επιμέρους, ήταν αποσπασματικό και ποτέ δεν ολοκληρωνόταν, γιατί γινόταν αποσπασματικές συζητήσεις σε επίπεδο Υπουργείων ή σε επίπεδο επιμέρους φορέων της ανώτατης εκπαίδευσης ή ακόμη και αποσπασματικά με κάποιους φορείς της αγοράς. Αυτό αποδεικνύεται ότι είναι και ατελέσφορο και αναποτελεσματικό.
Η πολιτική παράγεται, λοιπόν, στο Κοινοβούλιο. Όλα ξεκινούν από εδώ. Άρα τι χρειάζεται; Στοχευμένη νομοθέτηση που στην πορεία θα μπορέσει να μετουσιωθεί σε πολιτική πρακτική και να διαχυθεί στους αρμόδιους φορείς σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και τελικά ελπίζουμε και ευχόμαστε να υλοποιηθεί σε δράσεις που θα αγγίξουν και θα αφορούν κάθε επιχείρηση, κάθε εργαζόμενο, κάθε πολίτη.
Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε, από τη δουλειά που έγινε από τη μονάδα επιχειρηματικότητας, εκπαίδευσης και δεξιοτήτων του κέντρου για την επιχειρηματικότητα, αυτό που όλοι μεταξύ μας σιγοψιθυρίζουμε. Ότι υπάρχει παραγόμενη καινοτομία αλλά απουσιάζει κάτι και αυτό το κάτι που απουσιάζει είναι η ανταλλαγή γνώσης, είναι η επικοινωνία με τον κόσμο της οικονομίας και με τον κόσμο της αγοράς. Όσες αποσπασματικές συναντήσεις εργασίας εμπλεκομένων φορέων και αν γίνουν μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και Υπουργείου Ανάπτυξης, όσο δεν υιοθετούμε τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, που είναι η στενή συνεργασία και η πολιτική διασύνδεση, τόσο θα μένουμε καθηλωμένοι σε ένα ξεπερασμένο μοντέλο που το μόνο επίτευγμα θα είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να δημιουργούμε νησίδες αριστείας κατακλυζόμενες όμως από έναν ωκεανό γενικευμένης αδράνειας.
Με την έννοια αυτή θεωρώ πολύ σημαντικό ότι μπορούμε σήμερα εδώ στο Κοινοβούλιο να κάνουμε το πρώτο άλμα μέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο, μέσα από συγκλίσεις, νομοθετώντας στη συνέχεια με σαφήνεια, δείχνοντας την ξεκάθαρη πρόθεση που έχει η πολιτεία για συμπόρευση της επιστημονικής γνώσης που παράγεται καθημερινά με την οικονομία και την απασχόληση.
Αυτή η λογική, όμως, για να λειτουργήσει πρέπει να μπορεί να διαχυθεί στον κόσμο των επιχειρήσεων και να μετουσιωθεί σε κοινή πρακτική και κουλτούρα. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο οφείλουμε σε πρώτη φάση να δούμε την ίδια την πραγματικότητα. Είναι πολύ μεγάλο επίτευγμα η προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα μας, το αναγνωρίζουμε. Η Ελλάδα όμως στηρίζεται στη μικρή και μεσαία επιχείρηση και σκοπός τουλάχιστον δικός μας, του ΠΑΣΟΚ, Κινήματος Αλλαγής δεν είναι να εξαφανίσουμε στη νέα εποχή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά να τις εκσυγχρονίσουμε, να τις βοηθήσουμε να μεγαλώσουν και όχι απλά να φυτοζωούν, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της εποχής μέσα από συμπράξεις και μέσα από συνεργασίες.
Συνεπώς, κύριο μέλημα για μας είναι η ευρεία διάχυση της παραγόμενης νέας γνώσης και καινοτομίας από τα ΑΕΙ μας, η οποία πρέπει να φτάσει, να εμποτίσει αυτόν τον κόσμο των πολλών μεσαίων, μικρών ελληνικών επιχειρήσεων. Και το ερώτημα είναι, πώς μπορείς να το πετύχεις αυτό; Τι πρέπει να κάνεις; Το παράδειγμα νομίζω το δίνουν τα ίδια τα ΑΕΙ με την υιοθέτηση της πρακτικής της δημιουργίας εταιρειών από τα ίδια τα ΑΕΙ που θα παράγουν ως προϊόντα τα αποτελέσματα της έρευνάς τους αντί να περιμένουν οξυγόνο να τους δοθεί από πού νομίζετε; Από τις επιδοτήσεις. Είναι βέβαιο ότι τέτοιες εταιρείες αν μπορέσουν να φτιαχτούν π.χ. σε ένα περιφερειακό ΑΕΙ θα κινητοποιήσουν ολόκληρη την τοπική κοινωνία και θα ενεργοποιήσουν έναν επιχειρηματικό κόσμο για να τις ακολουθήσει.
Είναι θλιβερό ότι η Ελλάδα είναι ένας σταθερός τροφοδότης άξιων επιστημόνων και στελεχών που διαπρέπουν σε όλες τις χώρες του εξωτερικού και εκεί στηρίζουν και πλουτίζουν και startup επιχειρήσεις και ξένες επιχειρήσεις αφήνοντας στη χώρα μας τελικά ένα σταθερό έλλειμμα σε ανθρώπινο δυναμικό.
Δείτε τι γίνεται αυτήν την περίοδο την κρίσιμη της πανδημίας με την έλλειψη υγειονομικού προσωπικού γιατρών και νοσηλευτών. Αυτό γιατί νομίζετε ότι γίνεται; Θεωρώ επειδή ακριβώς ως πολιτεία δεν έχουμε υιοθετήσει την κουλτούρα της συνεργασίας μεταξύ εκπαίδευσης και πραγματικής επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στις προηγούμενες συνεδριάσεις διατυπώθηκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αυτή της έννοιας της ανταλλαγής γνώσης που δεν είναι άλλο από την αποστολή των ΑΕΙ να συνεισφέρουν και να έχουν κοινωνικό αντίκτυπο στη δική τους περιφέρεια. Από αυτή την προσέγγιση, λοιπόν, θεωρώ ότι έχει ανάγκη να προχωρήσει και να γίνει μια νομοθετική δουλειά και αυτή πρέπει να την αναλάβουμε να την κάνουμε εμείς.
Η πολιτεία πρέπει, χρειάζεται να υποστηρίξει ενεργά τα πανεπιστήμια που θα παράξουν καινοτομία, που θα απαντά στις ανάγκες του τόπου, στις ανάγκες της περιφέρειας, στις ανάγκες του οικοσυστήματος χωριστά κάθε περιφέρειας, δηλαδή, με πολύ απλά λόγια η δουλειά που έχουμε να κάνουμε είναι τα νομοθετήματα.
Δηλαδή, με πολύ απλά λόγια. H δουλειά που έχουμε να κάνουμε είναι τα νομοθετήματα που παράγουμε να προωθήσουν τη διαρκή και άμεση επικοινωνία της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο.
Κυρίες και κύριοι, ένα τεράστιο κομμάτι ευθύνης για την υλοποίηση αυτών που συζητάμε σήμερα εδώ, είναι η ενεργή συμμετοχή των παραγωγικών φορέων και των εκπροσώπων τους. Και εκεί θεωρώ, ότι πρέπει να ρίξουμε το βάρος μας, στην εκπαίδευση των ίδιων των Ελληνικών επιχειρήσεων και των εκπροσώπων τους και στην καλλιέργεια κουλτούρας συνεργασίας με τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα ως μιας πάγιας πρακτικής για την τροφοδότηση τους με ανθρώπινο δυναμικό, που θα έχει όμως προσόντα, θα έχει γνώσεις αιχμής και όρεξη για δουλειά.
Στην Ελλάδα έχουμε μία διαπιστωμένη δυσαναλογία και αυτό νομίζω το αναγνωρίζουν όλοι. Παράγουμε πάρα πολλή έρευνα και δεν έχουμε στο τέλος τι να την κάνουμε. Και το αποτέλεσμα είναι ότι τη στέλνουμε τρέχοντας στο εξωτερικό γιατί οι ίδιοι εμείς αδυνατούμε να την απορροφήσουμε. Αδυνατούμε να τη μετουσιώσουμε σε προϊόν καινοτομίας και αυτό είναι εξαιρετικά απογοητευτικό. Αρνούμαστε ως πολιτεία πεισματικά να δούμε το οφθαλμοφανές. Την ανάγκη δηλαδή, σύνδεσης των εθνικών μας αναγκών για ανάπτυξη με το ανθρώπινο δυναμικό που υπάρχει και τελικά ξέρετε, είναι ένα ανθρώπινο δυναμικό εξαιρετικά καταρτισμένο, μορφωμένο και εξειδικευμένο. Έτσι όμως, εύκολα, ανέξοδα και ακούραστα, όλη η υπόλοιπη Ευρώπη, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, αναπτύσσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, μετουσιώνοντας σε προϊόντα καινοτομίας όλη τη δική μας μακρόχρονη προσπάθεια. Προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε στα ελληνικά ΑΕΙ. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μεταφέρουμε όλη αυτή τη γνώση και τη δουλειά που γίνεται στα ΑΕΙ σε πραγματική αξία, πράγμα που τόνισε ο κ. Βερέμης, είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε και πρέπει να το αλλάξουμε ταχύτατα. Θεωρώ, ότι είναι μόνο θέμα πολιτικής βούλησης που δεν αρκεί να τη λέμε, δεν αρκεί να τη διαφημίζουμε, χρειάζεται να κάνουμε και τα αναγκαία βήματα υλοποίησης προς αυτήν την κατεύθυνση. Και η κατεύθυνση, δείχνει μονοσήμαντα προς το Ελληνικό σχολείο και προς το Ελληνικό πανεπιστήμιο.
Και εδώ είναι η μεγάλη μας αντίρρηση με τις κυβερνητικές επιλογές. Δεν αρκεί η διαχωριστική τακτική της κυβέρνησης που ρίχνει όλο το βάρος της και το ενδιαφέρον της σε 40 πρότυπα και πειραματικά σχολεία και 5-6 κεντρικά ΑΕΙ προεξοφλώντας ότι αυτά θα συμπαρασύρουν από μόνα τους το σύνολο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αυτή η λογική του αυτοματισμού, δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, δημιουργεί αποκλεισμούς από τους οποίους αφενός τόπος έχει υποφέρει στο παρελθόν, αφετέρου δεν αποδεικνύεται η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής στο σύνολο της κοινωνίας. Αντιθέτως, στη δική μας λογική αυτής της συμπερίληψης, η χώρα χρειάζεται κάθε σχολείο να αποκτήσει προγράμματα προσανατολισμένα στη βιωματική γνώση, στην σύνδεση του κάθε μαθήματος με τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις ανάγκες του αύριο και κάθε πανεπιστήμιο, όπως και κάθε επιστημονικός τομέας, και πολύ σωστά λέει ο κ. Φίλης, ότι σε αυτά περιλαμβάνονται και οι ανθρωπιστικές επιστήμες, πρέπει να έχει την ευκαιρία και τα εφόδια από την πολιτεία να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής.
Κλείνοντας, θέλω να επιμείνω και να σας δώσω ως ένα δείγμα του τι πραγματικά πιστεύω. Το ελπιδοφόρο παράδειγμα που παίρνω κρατώντας στη σκέψη μου την επιλογή που έχουνε κάνει πραγματικά γενναίες και τολμηρές Ελληνικές επιχειρήσεις. Θα ξεκινήσω με ένα παράδειγμα που το λέω με κάθε ευκαιρία και αφορά μια Δραμινή επιχείρηση, τη Raycap. Είναι μια εταιρεία με διεθνή προβολή, παγκόσμια αναγνωρίσιμη, που δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτρικής προστασίας και της ενέργειας. Μια από τις πλέον εξωστρεφείς επιχειρήσεις όπου το 90% της δραστηριότητάς της αφορά ξένες αγορές. Η εταιρεία λοιπόν αυτή, εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν περιμένει την εκάστοτε Ελληνική κυβέρνηση για να αποδείξει πως πρέπει να λειτουργεί. Έχει επενδύσει στη γνώση και στην έρευνα. Πλάι στη γραμμή παραγωγής της, πλάι στο παραγωγικό της δηλαδή κομμάτι, έχει φτιάξει και ένα ερευνητικό κέντρο. Ουσιαστικά μειώνοντας τη γνώση σε καινοτομία και προϊόντα αιχμής, χτίζοντας αξία για τα στελέχη της, που μέσα από αυτήν τη διαδικασία δυναμώνουν την ίδια επιχείρηση, οδηγώντας με σιγουριά αυτήν την πρωτοπόρα εταιρεία στο αύριο μέσα από τη διαρκή ανάπτυξη της.
Το άλλο παράδειγμα είναι αυτό που πολύ καλά έκανε και υπενθύμισε κ. Φίλης και αφορά την πρωτοπορία, το βραβείο καινοτομίας της ομάδας του γεωπονικού πανεπιστημίου. Δεν θέλω να παραβιάζω ανοιχτές θύρες, αλλά θέλω να σας πω ότι μετά την επίσκεψή μου στο γεωπονικό πανεπιστήμιο, είχα μια συνάντηση με τον Πρόεδρο της Βουλής, κ. Τασούλα, τον οποίο εδώ και αρκετό καιρό έχω ενημερώσει γι’ αυτό το πραγματικά μοναδικό, σε περίοδο πανδημίας επίτευγμα του γεωπονικού πανεπιστημίου και του πρότεινα να μπει μπροστά η ελληνική Βουλή και να δώσει τη δυνατότητα να υπάρξει και μία αναγνώριση, στην μεγάλη ερευνητική προσπάθεια που γίνεται σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά να δώσει και τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης ενός μοναδικού εργαλείου, που αυτή τη στιγμή έχει ανάγκη και το δημόσιο νοσοκομείο και τα κέντρα υγείας. Θα σας έλεγα, ότι επειδή η πανδημία ήρθε για να μείνει αρκετά μαζί μας, είναι μια δυνατότητα να προβληθεί και η χώρα μας στο εξωτερικό. Περιμένω, ότι αυτά τα οποία ελέγχθηκαν στη συνάντησή μας, ο κύριος Τασούλας και τα έχει αξιολογήσει και σύντομα θα δούμε μία πρωτοβουλία από τη Βουλή των Ελλήνων.
Κλείνω, λέγοντας ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα μας είναι ένα κύμα νέας κουλτούρας, που ξεκινά από την επίσημη πολιτεία – άρα εδώ από μας – για τον ρόλο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και του κόσμου των επιχειρήσεων και το χρέος όλων μας προς το κοινωνικό σύνολο, προς χάριν και εξυπηρέτηση του οποίου υπάρχουμε. Με αυτή την έννοια, θεωρώ εξαιρετικά γόνιμη την πρωτοβουλία, που έχει πάρει ο Πρόεδρος της Επιτροπής, κ. Διγαλάκης, εξαιρετικά γόνιμο τον διάλογο που επιτέλους γίνεται σε αυτές τις Επιτροπές, ακόμη και εν τη απουσία της κυρίας Κεραμέως στις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις και θεωρώ πολύ χρήσιμο και ως ένα πρώτο εργαλείο της πολιτείας. Ελπίζω αυτή να είναι μια νέα αρχή που χρειαζόμαστε, να λειτουργήσει δηλαδή όλη αυτή η προσπάθεια που γίνεται και τα συμπεράσματα που βγαίνουν, ως μία παρακίνηση για να προχωρήσει το έργο της Επιτροπής, για να έχει ένα νομοθετικό αποτύπωμα που θα αφορά και την κοινωνία και τον κάθε Έλληνα πολίτη”.
Δείτε το σχετικό βίντεο:
Με αφορμή την με αρ.πρωτ. 1160/07.12.2021 τροπολογία του Υπ.Παιδείας που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η βουλευτής τόνισε ότι δεν μπορεί το Υπουργείο Παιδείας, μέσω τροπολογιών, να περνάει σημαντικές διατάξεις, που αλλάζουν το τοπίο στην εκπαίδευση και ανέφερε τα εξής:
“Ένα σχόλιο σε αυτά που έθεσε ο αγαπητός συνάδελφος, ο κύριος Φίλης. Θέλω να πω ότι όντως μιλάμε για μια τροπολογία που σήμερα συζητείται σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Κύριε Πρόεδρε, όμως, πρέπει να αναγνωρίσετε και εσείς, ότι το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Παιδείας έχει σωρεία τροπολογιών σε νομοσχέδια, τα οποία, έρχονται σε άσχετες θεματικές και αυτό δημιουργεί μία ασφυξία στην Επιτροπή μας, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί πάνω σε θέματα, που με βάση το σκεπτικό του Υπουργείου, με τον τρόπο που καταθέτει αυτές τις τροπολογίες, είναι και κατεπείγοντα, είναι και μέσα στην επικαιρότητα και είναι και πράγματα, τα οποία, πρέπει να λυθούν.
Η Επιτροπή ουσιαστικά κινδυνεύει να χάσει τον ρόλο της.
Εάν εδώ συζητάμε και όντως συζητάμε πολύ κρίσιμα θέματα, τα οποία, αφορούν το ρόλο των πανεπιστημίων και πως θα μπορέσουν να εκσυγχρονιστούν για να είναι συμβατά με την εποχή την οποία ζούμε. Πρέπει και το Υπουργείο Παιδείας να κατανοήσει, ότι δεν γίνεται μέσω τροπολογιών να περνάει σημαντικές διατάξεις, που αλλάζουν το τοπίο στην εκπαίδευση.
Αυτό είναι θερμή παράκληση και προς την πολιτική ηγεσία και με την ευκαιρία που βρίσκεται εδώ ο Αναπληρωτής Υπουργός, ο κ. Συρίγος, θέλω πραγματικά να μεταφέρει προς το Υπουργείο αυτή την απαίτηση της Επιτροπής.
Πρέπει να σταματήσουμε τις τροπολογίες, είναι ο χειρότερος τρόπος νομοθέτησης και στο τέλος, δημιουργεί μία εικόνα ότι ο διάλογος, τελικά, είναι κάτι που το Υπουργείο το αποφεύγει, όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Δεν νομίζω ότι είναι καλή εικόνα κάτι τέτοιο.
Στα όσα είπε ο κ. Φίλης, έχουμε και εμείς επιχειρήματα, αλλά θα σεβαστώ την Επιτροπή και θα σταματήσω εδώ.
Σας ευχαριστώ”.
Ακολουθεί το σχετικό βίντεο: