Ομιλία της Χαράς Κεφαλίδου στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή
Ομιλία στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή

«Φίλες και φίλοι,

Στις φυλές των πρωτόγονων, υπάρχουν οι περίφημες τελετές ενηλικίωσης που περιλαμβάνουν δοκιμασίες αποδεικτικές της αξίας του νέου, που είναι σκληρές και συχνά αιματηρές. Ο σκοπός δεν είναι να εξοντώσουν τον νέο πριν ενηλικιωθεί, αλλά να του δώσουν τη δυνατότητα να δείξει την αξία του, μέσα από μια συμβολική δυσκολία.

Κατά ανάλογο τρόπο, είμαστε εμείς εδώ και μιλάμε για μία διαδικασία εκλογής ηγεσίας σε ένα κόμμα που έχει περάσει από πολλά κύματα, και που έτσι και αλλιώς είμαστε πολιτικά στελέχη, ξέρουμε ότι είναι μια εγγενώς συγκρουσιακή διαδικασία. Ναι, θα ειπωθούν πράγματα, ναι, θα υπάρξουν κόντρες. Αλλά είναι λυπηρό, και θα σας έλεγα και αξιολύπητο, να αποτελεί ζητούμενο να φτάσει το Κίνημα Αλλαγής στην εκλογή νέας ηγεσίας χωρίς να κινδυνεύσει η ίδια του η ύπαρξη. Αν, κάθε φορά που κάνουμε μια προσπάθεια να εκλέξουμε νέα ηγεσία, τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή μας, η ενότητα και η ομόνοια του κόμματος, απορώ τίνος πράγματος αρχηγός θα είναι ο νικητής των εκλογών.

Είμαστε σε διαδικασία εκλογής ηγεσίας και θα περίμενε κανείς, εδώ, όποιοι παίρνουν τον λόγο και όσοι είμαστε από κάτω, να αποθεώνουμε τον λόγο και το νόημα. Αντ’ αυτού, έχω την αίσθηση ότι έχουν χάσει πια το νόημα οι λέξεις. Είναι λογικό, σας ρωτώ, αντί για σχέδια για το αύριο του χώρου, να ακούμε ακραίους χαρακτηρισμούς εναντίον συντρόφων, αδιαφορώντας για το κακό που κάνουμε στο κόμμα, στην πολιτική ζωή και στη χώρα; Τελικά πόσα αξίζει να διακινδυνεύσουμε για να ακουστεί ένα λεκτικό πυροτέχνημα;

Η Πρόεδρος, η Φώφη Γεννηματά, κατάφερε να κρατήσει το κόμμα σε δύσκολες μέρες, με τρικυμισμένη θάλασσα, όταν ο ένας έφευγε για Χίο κι άλλος για Μυτιλήνη και πήρε ένα αξιοπρεπές ποσοστό, 7-8%. Το ερώτημα όμως που σήμερα πρέπει να απαντήσουμε είναι, τι κάνεις με ένα ποσοστό που δεν σου επιτρέπει να κυβερνήσεις;

Έχεις πρακτικά δύο δρόμους. Μπορείς να γίνεις λαϊκιστής, να τάζεις ό,τι να ‘ναι, όπου να ‘ναι, να πλειοδοτείς εν κενώ, να υποδαυλίζεις επαναστάσεις της κατσαρόλας και άλλα τέτοια. Σας ενημερώνω ότι η θέση αυτή είναι επαρκέστατα στελεχωμένη και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τις κηραλοιφές και από άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Για ένα κόμμα, που έχει τη δική μας ιστορία, η απάντηση είναι μονόδρομος: γίνεσαι παράδειγμα για τους πολίτες. Χωρίς τους καθημερινούς εκβιασμούς της διακυβέρνησης, έχεις και όλη την ευχέρεια να το κάνεις. Όχι υπεκφεύγοντας με “ούτε-ούτε”, “και-και” ή “ναι μεν αλλά”, αλλά παρεμβαίνοντας εποικοδομητικά, υιοθετώντας τα σωστά και στηλιτεύοντας τις ανεπάρκειες.

Λέμε ότι η πολιτική οφείλει να έχει περιεχόμενο και αυτό πρέπει να αναφέρεται στην κοινωνία. Δεν αρκεί όμως να το λέμε, πρέπει και να το υποστηρίζουμε με τις ενέργειες και τις επιλογές μας. Για παράδειγμα: έρχονται νομοσχέδια στη βουλή και ήρθαν πάρα πολλά κατά καιρούς, που αντιγράφουν δικές μας πρωτοβουλίες, κατάδικές μας προτάσεις και αρχές. Και εμείς αντί να ψηφίσουμε με βάση το περιεχόμενο κι όχι με το δράμι, μην τυχόν και χάσουμε την ιδεολογική μας ταυτότητα, κάνουμε αυτό που περιμένει ο αντίπαλος. Εάν η ιδεολογική μας ταυτότητα δεν παράγει ωφέλιμο πολιτικό έργο, πόσο πιστεύετε ότι θα αργήσουν να το καταλάβουν αυτό οι πολίτες;

Και τελικά, γιατί να είναι ντροπή να συμφωνήσουμε σε κάτι σωστό, ειδικά μάλιστα όταν είμαστε οι πρώτοι που το έχουμε νομοθετήσει, το έχουμε υπερασπιστεί, το έχουμε πιστέψει. Η σοβαρότητα και η συνέπεια πάντοτε έχουν βαρύτητα στη συνείδηση των πολιτών και αυτό, πιστέψτε με, θα φανεί και στις κάλπες.

Και για να λύσουμε κάποια πρακτικά θέματα πριν περάσουμε στα βαριά πολιτικά, σας λέω ότι έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και στους τέσσερις υποψήφιους και στην Κεντρική Επιτροπή και στο Πολιτικό Συμβούλιο και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Ότι θα βρει λύσεις για τα θέματα που φαίνεται ότι μας απασχολούν, είτε είναι συνδρομές, είτε αν θα είναι ανοικτό ή κλειστό το μητρώο, είτε αν οι υποψηφιότητες θα πάνε με ένα πολιτικό σκεπτικό. Πιστεύω ότι αυτά θα τα βρούμε και θα τα ρυθμίσουμε.

Αλλά εγώ θέλω πραγματικά να σας ρωτήσω κάτι. Γιατί το ακούω και μου κάνει εντύπωση που δεν το έθιξε κανένας σύντροφος. Ζητούμε από τους πολίτες να συμμετέχουν στην δική μας εκλογική διαδικασία, υιοθετώντας την πιο  παρωχημένη μέθοδο, της αυτοπρόσωπης παρουσίας στην κάλπη, η οποία πλέον είναι επικίνδυνη για την υγεία όλων μας. Ποιον πείθουμε, πραγματικά σας το ρωτώ, ότι έχουμε μεταρρυθμιστική διάθεση, όταν με κάθε ευκαιρία επιμένουμε σε αρχαϊκές πρακτικές, προσπερνώντας χωρίς επαρκή λόγο, την ευκαιρία να βάλουμε την πολιτική ζωή, στην ίδια εποχή με αυτή που ζούμε στα σπίτια μας. Και εννοώ φυσικά την ηλεκτρονική ψηφοφορία.

Μπορεί να εφησυχάζουμε λέγοντας ότι το πρόβλημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι πανευρωπαϊκό, ότι η εποχή ανήκει στους λαϊκιστές και τους ευρωσκεπτικιστές, αλλά αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι ότι εμείς εθελοτυφλούμε στα δικά μας προβλήματα και αποφεύγουμε τη σύγκρουση με τις ευθύνες μας.

Προσωπικά, θέλω να εκπροσωπώ ένα κόμμα, που οι πολιτικές αποφάσεις της ηγεσίας του να μην εκθέτουν ούτε εμένα προσωπικά, ούτε το κόμμα συνολικά. Δεν πρέπει να επιτρέπεται σε κάθε πολιτικό αντίπαλο να μας κατηγορεί μέσα στο Κοινοβούλιο ως ανακόλουθους — και να έχει και δίκιο. Μην ζητάτε λεπτομέρειες, δείτε τι έγινε στην Επίκαιρη Επερώτηση για το θέμα της Παιδείας και δεν είναι το μόνο.

Λέμε, και το ακούω συχνά, ότι το Κέντρο χάνει έδαφος, ενώ δεν χάνει τίποτε. Απλώς μετακόμισε. Μας άφησε γιατί το διώξαμε και βρέθηκε στη Δεξιά, που έχει μια ηγεσία, που είχε την ευφυΐα να πάρει δικές μας κεντρώες προτάσεις, κάθε νομοθέτημα δικό μας και να το μετασχηματίσει, δίνοντας ουσιαστικά την αίσθηση ότι αυτή είναι η μεταρρυθμιστική δύναμη, που απευθύνεται σε ένα σύγχρονο κράτος και στα αιτήματα της χώρας. Κι εμείς, αντί να διεκδικήσουμε την πατρότητά του, να το στηρίξουμε και να το πάμε παρακάτω, τι νομίζετε ότι κάναμε; Τρομάξαμε μπας και μας ταυτίσουν με την κυβέρνηση, χαρίσαμε στον αντίπαλο τα δικά μας δημιουργήματα και συχνά περάσαμε και στην αντίπερα όχθη, χωρίς κανένα επαρκές επιχείρημα.

Έτσι αφήσαμε τη Νέα Δημοκρατία να αλωνίζει, κάνοντας σημαία τις δικές μας πολιτικές και τον κ. Τσίπρα να σηκώνει ήλιους, να μιλάει και να χειρονομεί όπως ο ιδρυτής μας. Για τον εαυτό μας ξέρετε τι κρατήσαμε; Τον ρόλο του γκρινιάρη, που μόνιμα αδικείται, συνθλίβεται, υπονομεύεται και γενικώς όλοι του φταίνε. Με αυτά και μ’ αυτά αυτοδιοριστήκαμε, είτε δεξαμενή άντλησης ψηφοφόρων των άλλων, είτε φτωχός συγγενής για σχηματισμό κυβέρνησης. Όσο απομακρυνόμαστε από την αυθυπαρξία και από την εξουσία, τόσο συχνότερα τα επικαλούμαστε, μπας και ξορκίσουμε τη θλιβερή, αργή και σταθερά αυτοκαταστροφική πραγματικότητα που επιμένουμε να συντηρούμε. Μόνοι μας στέλνουμε στον ΣΥΡΙΖΑ τον κόσμο μας, που δεν αντέχει τη Νέα Δημοκρατία και στη Νέα Δημοκρατία τους αλλεργικούς με τον φθηνό λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κατάσταση και αυτός ο ρόλος δεν μας ταιριάζει και δεν μας αξίζει. Δεν αξίζει στο ΠΑΣΟΚ.

Καθώς η συζήτηση γίνεται εν όψει της εκλογής νέου αρχηγού, θέλω πάντοτε να θυμάμαι ότι όλοι μας, μα όλοι μας έχουμε όρια. Κανείς μας δεν είναι το κόμμα, κανείς μας δεν είναι αναντικατάστατος, κανείς μας δεν είναι τόσο απαραίτητος ώστε το έργο μας να μην έχει νόημα χωρίς αυτήν ή αυτόν. Ο χώρος μας, το είπατε όλοι και ισχύει,  βρίθει άξιων ανθρώπων, που έχουν πολλά να προσφέρουν στη χώρα, όπου κι αν βρίσκονται. Δεν είναι η ηγεσία του κόμματος, αυτός, ο μόνος, ούτε και ίσως ο πιο σημαντικός ρόλος. Ας μην σκιάζουμε, λοιπόν, μια κορυφαία δημοκρατική στιγμή, με το να την κάνουμε αφορμή για σπατάλη δυνάμεων και επίδειξη μικροφιλοδοξιών.

Αυτοί που θα φύγουν, ας θυμούνται ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Κι όσοι θα έρθουν, αντίστοιχα, ας μην βαυκαλίζονται, νομίζοντας ότι θρονιάστηκαν δια βίου στην κορυφή του Ολύμπου. Η δημοκρατία, ευτυχώς, δεν λειτουργεί έτσι.

Στην παρούσα συγκυρία νομίζω και πιστεύω ότι το κόμμα χρειάζεται έναν αρχηγό με εγνωσμένη εμπειρία σε θέσεις ευθύνης, με εκπεφρασμένες πολιτικές θέσεις για την πατρίδα, για την παράταξη, πάντα στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Οι θέσεις μας, οι διαχρονικές κατακτήσεις και διατυπώσεις μας, πρέπει να γίνουν κτήμα όλων και να τεθούν στην υπηρεσία της χώρας, χωρίς να υφαρπάζονται ή να υφίστανται κακομεταχείριση ερήμην μας.

Σας κοιτώ στα μάτια λοιπόν και σας λέω ότι εγώ προσωπικά πιστεύω ότι μέσα στους τέσσερις άξιους συναδέλφους, αυτός που υπηρετεί καλύτερα, αυτή τη στιγμή, αυτό το πρόταγμα, είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος και γι’ αυτό θα έχει και την στήριξή μου.

Σας ευχαριστώ.